δοξοματαιόσοφος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοξομᾰταιόσοφος''': -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.
|lstext='''δοξομᾰταιόσοφος''': -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />philosophe infatué de son mérite.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]], [[μάταιος]], [[σοφός]].
}}
}}