χαυνόω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαυνόω''': μέλλ. -ώσω. [[κάμνω]] τι πορῶδες ἢ πλαδαρόν, χαλαρώνω, Φιλῆς 35. 8. - Παθ., [[γίνομαι]] [[χαῦνος]], χαλαροῦμαι, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 17· ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Γεωπον. 5. 2, 2. 2) παρ’ Ἐφίππῳ ἐν «Ἐμπολῇ» 1.5, χαυνοῦσα πρέπει νὰ [[εἶναι]] = χάσκουσα, ἀνοίγουσα τὸ [[στόμα]] κατὰ τὸ [[φίλημα]]· ἀλλ’ ὁ Meineke θεωρεῖ ὕποπτον τὴν λέξιν ΙΙ. μεταφορ., φυσιῶ, φουσκώνω, πληρῶ ματαιοφροσύνης, ἢ ἀλαζονείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 931, Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· - Παθ., [[γίνομαι]] [[μάταιος]], [[ματαιόφρων]], ἀλαζών, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 7, 5· ἐπί τινι Πλουτ. Καῖσ. 29· ὁ [[νοῦς]] ἐχαυνώθη Βαβρ. 95. 36· [[κόραξ]] καρδίην ἐχαυνώθη ὁ αὐτ. 77.
|lstext='''χαυνόω''': μέλλ. -ώσω. [[κάμνω]] τι πορῶδες ἢ πλαδαρόν, χαλαρώνω, Φιλῆς 35. 8. - Παθ., [[γίνομαι]] [[χαῦνος]], χαλαροῦμαι, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 17· ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Γεωπον. 5. 2, 2. 2) παρ’ Ἐφίππῳ ἐν «Ἐμπολῇ» 1.5, χαυνοῦσα πρέπει νὰ [[εἶναι]] = χάσκουσα, ἀνοίγουσα τὸ [[στόμα]] κατὰ τὸ [[φίλημα]]· ἀλλ’ ὁ Meineke θεωρεῖ ὕποπτον τὴν λέξιν ΙΙ. μεταφορ., φυσιῶ, φουσκώνω, πληρῶ ματαιοφροσύνης, ἢ ἀλαζονείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 931, Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· - Παθ., [[γίνομαι]] [[μάταιος]], [[ματαιόφρων]], ἀλαζών, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 7, 5· ἐπί τινι Πλουτ. Καῖσ. 29· ὁ [[νοῦς]] ἐχαυνώθη Βαβρ. 95. 36· [[κόραξ]] καρδίην ἐχαυνώθη ὁ αὐτ. 77.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> χαυνώσω;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐχαυνώθην, <i>pf.</i> κεχαύνωμαι;<br /><b>1</b> rendre lâche ; <i>Pass.</i> devenir lâche, mou, flasque;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gonfler de vanité, de présomption, <i>etc. ; Pass.</i> s’enfler d’un vain orgueil : [[ἐπί]] τινι, au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[χαῦνος]].
}}
}}