3,274,921
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλωτικός''': -ή, -όν, πεπειραμένος τὰ κατὰ τὸν πλοῦν, [[ναύτης]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β, Πλούτ. 2. 27Β, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ναύκληρος]], [[κύριος]] τοῦ πλοίου, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61. | |lstext='''πλωτικός''': -ή, -όν, πεπειραμένος τὰ κατὰ τὸν πλοῦν, [[ναύτης]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β, Πλούτ. 2. 27Β, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ναύκληρος]], [[κύριος]] τοῦ πλοίου, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui s’adonne à la navigation : [[οἱ]] πλωτικοί les gens de mer ; ὁ [[πλωτικός]] armateur, propriétaire de navire.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]]. | |||
}} | }} |