προσκατατίθημι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκατατίθημι''': [[καταβάλλω]], πληρώνω [[προσέτι]], ἢ ὡς πρόσθετον καταβολήν, τριώβολον Ἀριστοφ. Νεφ. 1235· [[ἀργύριον]] πρ. μισθὸν Πλάτ. Θεάγ. 128Α.
|lstext='''προσκατατίθημι''': [[καταβάλλω]], πληρώνω [[προσέτι]], ἢ ὡς πρόσθετον καταβολήν, τριώβολον Ἀριστοφ. Νεφ. 1235· [[ἀργύριον]] πρ. μισθὸν Πλάτ. Θεάγ. 128Α.
}}
{{bailly
|btext=déposer en outre (une somme d’argent).<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατατίθημι]].
}}
}}