προσβοηθέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσβοηθέω''': Ἰων. -[[βωθέω]], [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ἔρχομαι]] φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· [[δέκα]] ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.
|lstext='''προσβοηθέω''': Ἰων. -[[βωθέω]], [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ἔρχομαι]] φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· [[δέκα]] ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />venir au secours de, <i>dat. ou</i> [[εἰς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βοηθέω]].
}}
}}