κρόταλον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρότᾰλον''': τό, ([[κρότος]], [[κροτέω]]) [[ὄργανον]] πρὸς κρότησιν, πεποιημένον ἐκ δύο τεμαχίων διεσχισμένου καλάμου, κεράμου ἢ μετάλλου συνηρμοσμένων δι’ ἁρμοῦ ἢ στρόφιγγος, ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Κυβέλης, Ὕμ. Ὁμ. 13. 3, Ἡρόδ. 2. 60, Πινδ. Ἀποσπ. 48· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἑλ. 1308, πρβλ. Κύκλ. 205· ἢ [[καθόλου]] ἐν ταῖς ὀρχήσεσι, Ἀνθ. Π. 5. 175., 11. 195· ― ὁ πελαργὸς καλεῖται crotalistria ὑπὸ τοῦ Publ. Syr., ἐκ τοῦ κρότου ὃν ποιεῖ συγκροτῶν τὰς σιαγόνας τοῦ ῥάμφους του. ΙΙ. μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀδολέσχης]], «ῥοδάνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 260, 448· οἶδ’ ἄνδρα [[κρόταλον]] Εὐρ. Κύκλ. 104· πρβλ. [[κώδων]] Ι. 2. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ ναρκίσσου, Εὐμάθ. παρ’ Ἀθην. 681Ε.
|lstext='''κρότᾰλον''': τό, ([[κρότος]], [[κροτέω]]) [[ὄργανον]] πρὸς κρότησιν, πεποιημένον ἐκ δύο τεμαχίων διεσχισμένου καλάμου, κεράμου ἢ μετάλλου συνηρμοσμένων δι’ ἁρμοῦ ἢ στρόφιγγος, ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Κυβέλης, Ὕμ. Ὁμ. 13. 3, Ἡρόδ. 2. 60, Πινδ. Ἀποσπ. 48· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἑλ. 1308, πρβλ. Κύκλ. 205· ἢ [[καθόλου]] ἐν ταῖς ὀρχήσεσι, Ἀνθ. Π. 5. 175., 11. 195· ― ὁ πελαργὸς καλεῖται crotalistria ὑπὸ τοῦ Publ. Syr., ἐκ τοῦ κρότου ὃν ποιεῖ συγκροτῶν τὰς σιαγόνας τοῦ ῥάμφους του. ΙΙ. μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀδολέσχης]], «ῥοδάνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 260, 448· οἶδ’ ἄνδρα [[κρόταλον]] Εὐρ. Κύκλ. 104· πρβλ. [[κώδων]] Ι. 2. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ ναρκίσσου, Εὐμάθ. παρ’ Ἀθην. 681Ε.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cliquette, castagnette.<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]].
}}
}}