στάσιμος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάσιμος''': -ον, ([[στάσις]]): Ι. ἐνεργ., ὁ κάμνων τι νὰ σταθῇ, «σταματῶν», τὰ στάσιμα τοῦ αἵματος, στυπτικά, Ἱππ. 638. 18. ΙΙ. Παθ., ὁ περιερχόμενος εἰς στάσιν, [[ἀκίνητος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· ἐπὶ ὕδατος, ἀκίνητον, λιμνάζον [[ὕδωρ]], ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283, Ξεν. Οἰκ. 20, 11, κτλ.· στασιμώτατος ποταμῶν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290· στ. [[αἷμα]] ὁ αὐτ. 397. 34· στ. ὕδατα, ἀντίθετ. τῷ φυτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 2.1, 5. β) [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκίνητος]], [[δυσκίνητος]], [[στερεός]], ὡς τὸ [[στρυφνός]], ἀντίθετ. τῷ ὑγρὸς καὶ [[ῥοώδης]], Ἱππ. 638. 36, πρβλ. 563. 36· τὸ ψυχρὸν ἔοικε στ. [[εἶναι]], ἀντίθετον τῷ κινητικόν, Πλούτ. 2. 945F· στ. [[κίνησις]] Πλάτ. Σοφιστ. 256Β, πρβλ. Θεαίτ. 180Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 5· [[πνεῦμα]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· στ. ἄστρα, οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, [[Πολυδ]]. Δ΄, 156. -Ἐπίρρ. -μως, Ἱππ. 388, 41· συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Τίμ. 55Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[στερεός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκλόνητος]], Λατιν. constans, [[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· τὰ στ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· φρόνιμοι καὶ στ. Πολύβ. 27. 13, 10· -ώτερος, ἀντίθετον τῷ τολμηρότερος, ὁ αὐτ. 21. 5, 5· τὸ στάσιμον, ἡ [[εὐστάθεια]], ὁ αὐτ. 6. 58, 13· τὸ στ. τοῦ ἵππου, τὸ βαρὺ ἱππικόν, ὁ αὐτ. 6. 65, 6· [[οὕτως]], οἱ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 15.16, 4. 3) ἐπὶ μουσικῆς, ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ μάλιστ’ [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῖον Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 12, πρβλ. 8. 5, 23, Πρβλ. 19. 48· [[μέτρον]] στασιμώτατον, ἐπὶ ἡρωϊκοῦ στίχου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 9· [[λέξις]] στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34· - [[ἀλλά]], β) στάσιμον ([[μετὰ]] τοῦ [[μέλος]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 17, Ἀθήν. 592Β, [[Πολυδ]]. Δ΄, 53, ἐν τῇ τραγῳδίᾳ λέγεται χορικὸν ᾆσμα συνεχὲς μὴ διακοπτόμενον διὰ τοῦ διαλόγου ἢ ἀναπαιστικῶν μέτρων καὶ κληθὲν [[οὕτως]] [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ὁμαλῆς καὶ κανονικῆς ὑφῆς· ἤ, κατ’ ἄλλους, [[ἐπειδὴ]] τὸ στάσιμον ᾔδετο ἀφ’ οὗ πλέον ὁ χορὸς ἐλάμβανε τὴν θέσιν αὑτοῦ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ [[μετὰ]] τὴν πάροδον, Ἀριστοφ. Σφ. 270, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 8· τὸ στάσιμον καλεῖται [[ὡσαύτως]] [[στάσις]] μελῶν παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1281· -ἐν τῇ Κωμῳδίᾳ δὲν ὑπῆρχον στάσιμα, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστ. Ποιητ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) [[ἀργύριον]] στ., χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 39. ΙΙΙ. ([[στάσις]] Α. ΙΙ) ὁ ζυγισθείς, ὃν δύναταί τις νὰ ζυγίσῃ, τὰ στάσιμα, = σταθμία, Κηφισόδ. ἐν Ἀδήλ. 2· τὸ τῆς πράξεως στ. Πολύβ. 8. 21, 1.
|lstext='''στάσιμος''': -ον, ([[στάσις]]): Ι. ἐνεργ., ὁ κάμνων τι νὰ σταθῇ, «σταματῶν», τὰ στάσιμα τοῦ αἵματος, στυπτικά, Ἱππ. 638. 18. ΙΙ. Παθ., ὁ περιερχόμενος εἰς στάσιν, [[ἀκίνητος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· ἐπὶ ὕδατος, ἀκίνητον, λιμνάζον [[ὕδωρ]], ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283, Ξεν. Οἰκ. 20, 11, κτλ.· στασιμώτατος ποταμῶν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290· στ. [[αἷμα]] ὁ αὐτ. 397. 34· στ. ὕδατα, ἀντίθετ. τῷ φυτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 2.1, 5. β) [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκίνητος]], [[δυσκίνητος]], [[στερεός]], ὡς τὸ [[στρυφνός]], ἀντίθετ. τῷ ὑγρὸς καὶ [[ῥοώδης]], Ἱππ. 638. 36, πρβλ. 563. 36· τὸ ψυχρὸν ἔοικε στ. [[εἶναι]], ἀντίθετον τῷ κινητικόν, Πλούτ. 2. 945F· στ. [[κίνησις]] Πλάτ. Σοφιστ. 256Β, πρβλ. Θεαίτ. 180Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 5· [[πνεῦμα]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· στ. ἄστρα, οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, [[Πολυδ]]. Δ΄, 156. -Ἐπίρρ. -μως, Ἱππ. 388, 41· συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Τίμ. 55Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[στερεός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκλόνητος]], Λατιν. constans, [[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· τὰ στ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· φρόνιμοι καὶ στ. Πολύβ. 27. 13, 10· -ώτερος, ἀντίθετον τῷ τολμηρότερος, ὁ αὐτ. 21. 5, 5· τὸ στάσιμον, ἡ [[εὐστάθεια]], ὁ αὐτ. 6. 58, 13· τὸ στ. τοῦ ἵππου, τὸ βαρὺ ἱππικόν, ὁ αὐτ. 6. 65, 6· [[οὕτως]], οἱ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 15.16, 4. 3) ἐπὶ μουσικῆς, ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ μάλιστ’ [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῖον Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 12, πρβλ. 8. 5, 23, Πρβλ. 19. 48· [[μέτρον]] στασιμώτατον, ἐπὶ ἡρωϊκοῦ στίχου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 9· [[λέξις]] στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34· - [[ἀλλά]], β) στάσιμον ([[μετὰ]] τοῦ [[μέλος]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 17, Ἀθήν. 592Β, [[Πολυδ]]. Δ΄, 53, ἐν τῇ τραγῳδίᾳ λέγεται χορικὸν ᾆσμα συνεχὲς μὴ διακοπτόμενον διὰ τοῦ διαλόγου ἢ ἀναπαιστικῶν μέτρων καὶ κληθὲν [[οὕτως]] [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ὁμαλῆς καὶ κανονικῆς ὑφῆς· ἤ, κατ’ ἄλλους, [[ἐπειδὴ]] τὸ στάσιμον ᾔδετο ἀφ’ οὗ πλέον ὁ χορὸς ἐλάμβανε τὴν θέσιν αὑτοῦ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ [[μετὰ]] τὴν πάροδον, Ἀριστοφ. Σφ. 270, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 8· τὸ στάσιμον καλεῖται [[ὡσαύτως]] [[στάσις]] μελῶν παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1281· -ἐν τῇ Κωμῳδίᾳ δὲν ὑπῆρχον στάσιμα, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστ. Ποιητ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) [[ἀργύριον]] στ., χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 39. ΙΙΙ. ([[στάσις]] Α. ΙΙ) ὁ ζυγισθείς, ὃν δύναταί τις νὰ ζυγίσῃ, τὰ στάσιμα, = σταθμία, Κηφισόδ. ἐν Ἀδήλ. 2· τὸ τῆς πράξεως στ. Πολύβ. 8. 21, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fixe, <i>d’où</i><br /><b>1</b> sédentaire ; στάσιμον [[ὕδωρ]] XÉN eau stagnante;<br /><b>2</b> massif, pesant;<br /><b>3</b> ferme, résistant;<br /><b>4</b> constant, immuable, régulier : στάσιμον [[ἀργύριον]] argent qui rapporte un revenu fixe.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]].
}}
}}