ἐθελούσιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθελούσιος''': -α, -ον, [[ἑκούσιος]], [[θεληματικός]], Ξεν. Κύρ. 4. 2. 11. Συμπ. 8. 13. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἐρᾶν ἐθελούσιόν ἐστι, αὐτοπροαίρετον, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 1, 19. - Ἐπίρρ. -ίως ὁ αὐτ. Ἱέρ. 11. 12.
|lstext='''ἐθελούσιος''': -α, -ον, [[ἑκούσιος]], [[θεληματικός]], Ξεν. Κύρ. 4. 2. 11. Συμπ. 8. 13. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἐρᾶν ἐθελούσιόν ἐστι, αὐτοπροαίρετον, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 1, 19. - Ἐπίρρ. -ίως ὁ αὐτ. Ἱέρ. 11. 12.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui agit volontairement, de bonne volonté;<br /><b>2</b> qui dépend de la volonté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]].
}}
}}