κατακεράννυμι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακεράννῡμι''': (ἀνα)μιγνύω, [[οἶνον]] κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· [[ὡσαύτως]] -ύω, [[Πολυδ]]. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3.
|lstext='''κατακεράννῡμι''': (ἀνα)μιγνύω, [[οἶνον]] κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· [[ὡσαύτως]] -ύω, [[Πολυδ]]. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3.
}}
{{bailly
|btext=mélanger.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κεράννυμι]].
}}
}}