3,274,916
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγάκῐς''': [ᾰ], Ἐπίρρ. ([[ὀλίγος]]) ὀλίγας μόνον [[φοράς]], σπανίως, ἀντίθετ. τῷ [[πολλάκις]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 11, Εὐρ. Ὀρ. 393, Θουκ. 6. 38, Πλάτ., κτλ.· ὀλ. καὶ [[ὀλιγαχοῦ]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. 2) σπανίως ἐπὶ θετικῆς σημασίας, [[ἐνίοτε]], ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ πρῶτον 976· -[[τύπος]] τις ὀλιγάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 172. 5. | |lstext='''ὀλῐγάκῐς''': [ᾰ], Ἐπίρρ. ([[ὀλίγος]]) ὀλίγας μόνον [[φοράς]], σπανίως, ἀντίθετ. τῷ [[πολλάκις]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 11, Εὐρ. Ὀρ. 393, Θουκ. 6. 38, Πλάτ., κτλ.· ὀλ. καὶ [[ὀλιγαχοῦ]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. 2) σπανίως ἐπὶ θετικῆς σημασίας, [[ἐνίοτε]], ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ πρῶτον 976· -[[τύπος]] τις ὀλιγάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 172. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />peu souvent, rarement.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], -ακις. | |||
}} | }} |