δυσπαθής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπᾰθής''': -ές, (παθεῖν) εἰς ὑπερβολὴν αἰσθανόμενος, μὴ ὑπομένων τὰ [[πάθη]], ἀντίθ. [[ἀπαθής]], Πλούτ. 2. 102D. ΙΙ. Δυσκόλως αἰσθανόμενος ἢ διατιθέμενος, πολὺ ὅμοιον τῷ [[ἀπαθής]], [[αὐτόθι]] 454C, Λουκ. Ἀναχ. 24. -Ἐπίρρ. δυσπαθῶς Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 74, 100, 255 (Migne).
|lstext='''δυσπᾰθής''': -ές, (παθεῖν) εἰς ὑπερβολὴν αἰσθανόμενος, μὴ ὑπομένων τὰ [[πάθη]], ἀντίθ. [[ἀπαθής]], Πλούτ. 2. 102D. ΙΙ. Δυσκόλως αἰσθανόμενος ἢ διατιθέμενος, πολὺ ὅμοιον τῷ [[ἀπαθής]], [[αὐτόθι]] 454C, Λουκ. Ἀναχ. 24. -Ἐπίρρ. δυσπαθῶς Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 74, 100, 255 (Migne).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui ressent vivement la souffrance;<br /><b>2</b> impassible contre la douleur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πάθος]].
}}
}}