ὀμοργάζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμοργάζω''': [[ὀμόργνυμι]], [[ἀποσπογγίζω]], ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.
|lstext='''ὀμοργάζω''': [[ὀμόργνυμι]], [[ἀποσπογγίζω]], ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}