σύγκρατος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγκρᾱτος''': -ον, συμμεμιγμένος, [[ἀνάμικτος]], Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. [[ζεῦγος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 494.
|lstext='''σύγκρᾱτος''': -ον, συμμεμιγμένος, [[ἀνάμικτος]], Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. [[ζεῦγος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 494.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> mélangé, uni;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fortement uni.<br />'''Étymologie:''' [[συγκεράννυμι]].
}}
}}