ἁρμάτειος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρμάτειος''': -ον, (ἅρμα) ὁ τοῦ ἅρματος, ὁ εἰς ἅρμα ἀνήκων, σύριγγες Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 230· [[δίφρος]] Ξεν. Κύρ. 6. 4, 9· (ἁρμάτινον, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. δίφρον [[εἶναι]] πιθ. ἀντιγραφέως [[σφάλμα]])· τροχὸς Πλούτ. 2. 890Α· [[μέλος]] ἁρμ., [[εἶδος]] ἐπιταφίου μέλους, Εὐρ. Ὀρ. 1385· ἀλλὰ [[νόμος]] ἁρμ., [[μέλος]] πολεμικόν, Πλούτ. 2. 335Α, 1133 Ε· ἴδε Müller Εὐμ. § 19. 1.
|lstext='''ἁρμάτειος''': -ον, (ἅρμα) ὁ τοῦ ἅρματος, ὁ εἰς ἅρμα ἀνήκων, σύριγγες Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 230· [[δίφρος]] Ξεν. Κύρ. 6. 4, 9· (ἁρμάτινον, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. δίφρον [[εἶναι]] πιθ. ἀντιγραφέως [[σφάλμα]])· τροχὸς Πλούτ. 2. 890Α· [[μέλος]] ἁρμ., [[εἶδος]] ἐπιταφίου μέλους, Εὐρ. Ὀρ. 1385· ἀλλὰ [[νόμος]] ἁρμ., [[μέλος]] πολεμικόν, Πλούτ. 2. 335Α, 1133 Ε· ἴδε Müller Εὐμ. § 19. 1.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les chars, de char ; [[ἁρμάτειος]] [[νόμος]] PLUT rythme pour la conduite des chars de combat, sorte de chant aigu.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]].
}}
}}