παρατυγχάνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατυγχάνω''': μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. παρέτῠχον. Συμβαίνει νὰ εἶμαι πλησίον, [[τυγχάνω]] παρών, παρετύγχανε μαρναμένοισιν Ἰλ. Λ. 74· π. τῷ λόγῳ, τῷ πάθεῐ, εἶμαι παρὼν κατὰ ..., Λατ. interesse, Ἡρόδ. 7. 236., 9. 107· εἰς καιρόν γε π. ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· τῇ μάχῃ Πολύβ. 3. 70, 7· ὁ πλείστοις κινδύνοις παρατετευχώς, [[ὅστις]] ἔχει περιέλθει ἢ περιπέσει ..., ὁ αὐτ. 12. 27, 8. 2) ἀπολ., συμβαίνει νὰ εἶμαι παρών, Ἡρόδ. 1. 59., 6. 108· καὶ ἐπὶ εὐκαιρίας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803· παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Θουκ. 4. 19· ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγὴ ὁ αὐτ. 8. 11· λαβόντε ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν [[ὅπλον]] Πλάτ. Πολ. 474Α.<br />3) [[συχνάκις]] ἐν τῇ μετοχῇ παρατυχών, ὅστισδήποτε συνέπεσε νὰ [[εἶναι]] πλησίον, ὁ πρῶτος παρουσιασθείς, πᾶς τις κατὰ τύχην, οὐκ ἐκ παρατυχόντος πυνθανόμενος Θουκ. 1. 22· σὺν τοῖς π. ἱππόταις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18 - οὕτω, ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον ἀεί, ὅ τι αἱ περιστάσεις [[ἑκάστοτε]] ἀπαιτοῦσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχικῷ 9, 1· πρὸς τὸ παρατυγχάνον, κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῶν περιστάσεων, Θουκ. 1. 122· ἐν τῷ παρατυχόντι ὁ αὐτ. 5. 38· ἐκ τοῦ παρατυχόντος ἀποκρίνασθαι, ἀποκρίνασθαι ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 154Α· - παρατυχόν, ἀπολ., ὡς τὸ παρασχόν, ἐν ᾧ ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἀφοῦ ἠδυνάμην νὰ ..., Θουκ. 1. 76· ἐν καλῷ π. σφίσι ξυμβαλεῖν ὁ αὐτ. 5, 60.
|lstext='''παρατυγχάνω''': μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. παρέτῠχον. Συμβαίνει νὰ εἶμαι πλησίον, [[τυγχάνω]] παρών, παρετύγχανε μαρναμένοισιν Ἰλ. Λ. 74· π. τῷ λόγῳ, τῷ πάθεῐ, εἶμαι παρὼν κατὰ ..., Λατ. interesse, Ἡρόδ. 7. 236., 9. 107· εἰς καιρόν γε π. ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· τῇ μάχῃ Πολύβ. 3. 70, 7· ὁ πλείστοις κινδύνοις παρατετευχώς, [[ὅστις]] ἔχει περιέλθει ἢ περιπέσει ..., ὁ αὐτ. 12. 27, 8. 2) ἀπολ., συμβαίνει νὰ εἶμαι παρών, Ἡρόδ. 1. 59., 6. 108· καὶ ἐπὶ εὐκαιρίας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803· παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Θουκ. 4. 19· ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγὴ ὁ αὐτ. 8. 11· λαβόντε ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν [[ὅπλον]] Πλάτ. Πολ. 474Α.<br />3) [[συχνάκις]] ἐν τῇ μετοχῇ παρατυχών, ὅστισδήποτε συνέπεσε νὰ [[εἶναι]] πλησίον, ὁ πρῶτος παρουσιασθείς, πᾶς τις κατὰ τύχην, οὐκ ἐκ παρατυχόντος πυνθανόμενος Θουκ. 1. 22· σὺν τοῖς π. ἱππόταις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18 - οὕτω, ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον ἀεί, ὅ τι αἱ περιστάσεις [[ἑκάστοτε]] ἀπαιτοῦσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχικῷ 9, 1· πρὸς τὸ παρατυγχάνον, κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῶν περιστάσεων, Θουκ. 1. 122· ἐν τῷ παρατυχόντι ὁ αὐτ. 5. 38· ἐκ τοῦ παρατυχόντος ἀποκρίνασθαι, ἀποκρίνασθαι ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 154Α· - παρατυχόν, ἀπολ., ὡς τὸ παρασχόν, ἐν ᾧ ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἀφοῦ ἠδυνάμην νὰ ..., Θουκ. 1. 76· ἐν καλῷ π. σφίσι ξυμβαλεῖν ὁ αὐτ. 5, 60.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παρατεύξομαι, <i>ao.</i> παρέτυχον, <i>pf.</i> παρατετύχηκα <i>ou</i> παρατέτευχα;<br />se trouver auprès de, à portée de ; <i>au part. abs.</i> ὁ παρατυχών THC celui qui se trouve à portée, le premier venu ; πρὸς τὸ παρατυγχάνον THC selon les circonstances ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] παρατυχόντος PLUT, [[ἐν]] [[τῷ]] παρατυχόντι THC selon l’occasion, sur-le-champ, à l’instant même ; • παρατυχόν avec l’inf. THC lorsque l’occasion se présente de, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τυγχάνω]].
}}
}}