ἐπύλλιον: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπύλλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔπος]], μικρὸν [[ἔπος]], Ἀθήν. 65Α· [[ποιημάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 398, Εἰρ. 532, Βάτρ. 942. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπυλλίοις· στίχοις».
|lstext='''ἐπύλλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔπος]], μικρὸν [[ἔπος]], Ἀθήν. 65Α· [[ποιημάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 398, Εἰρ. 532, Βάτρ. 942. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπυλλίοις· στίχοις».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit vers.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπος]].
}}
}}