εἰσέρχομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσέρχομαι''': μέλλ. -ελεύσομαι· ἀόρ. -ήλῠθον, -ῆλθον· ἀλλὰ τὸν Ἀττ. μέλλ. ἀναπληροῖ τὸ [[εἴσειμι]], τὸν δὲ παρατ. τὸ εἰσῄειν: Ἀποθ., [[εἰσέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]], παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς λοιποῖς ποιηταῖς τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ., Φρυγίην εἰσήλυθον Ἰλ. Γ. 184· ἀλλ’ εἰσέρχειο [[τεῖχος]] Χ. 56· ὡς οὐν δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ’ ἑκατόμβας, ὡς οὖν φοβερὰ σημεῖα ἐπῆλθον εἰς τὰς τῶν θεῶν θυσίας, Β. 321: - ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς κατὰ τὸ πλεῖστον, εἰσ. εἰς [[οἴκημα]] ἢ [[οἴκαδε]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 28· ἐσ. ἐς τὰς σπονδὰς Θουκ. 5. 36· εἰς τὸν πόλεμον Ξεν. Ἀν. 7. 1. 27· εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους, εἰς τὴν τάξιν ἢ ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 5, 1· [[ὡσαύτως]], εἰσ. [[πρός]] τινα 3. 3, 13· εἰσ. ἐπὶ [[δεῖπνον]] ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 21· ἀπολ., ἐπὶ χρημάτων, κτλ., [[ἔρχομαι]], πρόσοδοι εἰσῆλθον ὁ αὐτ. Πόροι 5, 12. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ χοροῦ ἢ τῶν ὑποκριτῶν, [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[παρουσιάζομαι]], Πλάτ. Πολ. 580Β, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 9, κτλ.: - [[εἰσέρχομαι]] ὡς [[ἀγωνιστής]], εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα Σοφ. Ἠλ. 700, πρβλ. Δημ. 331. 5, καὶ ἴδε ἐν λ. [[εἴσοδος]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, [[παρουσιάζομαι]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Πλάτ. Γοργ. 522Β, Δημ. 571. 25· εἰς τοὺς δικαστὰς ὁ αὐτ. 1345. 2· ἐπὶ τῶν δικαστῶν, ὁ αὐτ. 318. 21. 2) ἐπὶ τῶν διαδίκων, μετ’ αἰτιατ., εἰσ. τὴν γραφὴν ὁ αὐτ. 261. 8· εἰσ. τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. 260. 20· εἰσ. δίκην ὁ αὐτ. 841. 9· οὕτω καί, εἰσ. τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 516. 8. 3) ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἐμφανίζομαι εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Πλάτ. Ἀπολ. 29C, Δημ. 260. 19· οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8, εἰσελθόντες δ’ εἰς ὑμᾶς. 4) ἐπὶ τῆς δίκης, εἰσάγομαι, ποῦ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; Δημ. 940. 21. IV. [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[ἀρχήν]] τινα, Ἀντιφῶν 146. 25· εἰσ. εἰς τὴν ὑπατείαν Δίων Κ. 41. 39. V. μεταφ., [[μένος]] ἄνδρας εἰσέρχεται, θάρρος ἐπέρχεται εἰς τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Ρ. 157· πείνῃ δ’ οὔποτε δῆμον ἐσέρχεται, [[πεῖνα]] δὲ [[οὐδέποτε]] ἐπέρχεται εἰς τὸν τόπον, Ὀδ. Ο. 407· [[οὕτως]], ἰδόντα δὲ τὸν Κροῖσον [[γέλως]] εἰσῆλθε, κατέλαβε [[γέλως]], Ἡρόδ. 6. 125· ὥς με πόλλ’ εἰσέρχεται... ἄλγη Αἰσχύλ. Πέρσ. 845· [[πόθος]] μ’ εἰσέρχεται Εὐρ. Ι. Α. 1411· εἰσήλθέ νιν τάδε [[αὐτόθι]] 57: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν [[ἔρις]] Σοφ. Ο. Κ. 372· [[ἔρως]] εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων... γένει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 678. 9· [[δέος]] εἰσ. τινι [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 330D· [[ὑποψία]] εἰσ. τινι ὁ αὐτ. Λύσ. 218C: - [[ὡσαύτως]], [[ἔρχομαι]] εἰς τὸν νοῦν τινος, Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 1. 24., 3. 14, Πλάτ. Θεαίτ. 147C. 2) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμ., τὸν δὲ ἐσῆλθε [[θεῖον]] [[εἶναι]] τὸ [[πρῆγμα]], ἐπῆλθεν εἰς αὐτὸν ὅτι..., Ἡρόδ. 3. 42· ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι ὁ αὐτ. 7. 46· εἰσῆλθε δή με... φοβηθῆναι Πλάτ. Νόμ. 835D· [[ὡσαύτως]], τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη [[τέρας]] Ἡρόδ. 8. 137· εἰσελθέτω σε μήποθ’, ὡς... Αἰσχύλ. Πρ. 1002: - Πρβλ. [[εἴσειμι]] IV, [[ἐπέρχομαι]] Ι. 2.
|lstext='''εἰσέρχομαι''': μέλλ. -ελεύσομαι· ἀόρ. -ήλῠθον, -ῆλθον· ἀλλὰ τὸν Ἀττ. μέλλ. ἀναπληροῖ τὸ [[εἴσειμι]], τὸν δὲ παρατ. τὸ εἰσῄειν: Ἀποθ., [[εἰσέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]], παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς λοιποῖς ποιηταῖς τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ., Φρυγίην εἰσήλυθον Ἰλ. Γ. 184· ἀλλ’ εἰσέρχειο [[τεῖχος]] Χ. 56· ὡς οὐν δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ’ ἑκατόμβας, ὡς οὖν φοβερὰ σημεῖα ἐπῆλθον εἰς τὰς τῶν θεῶν θυσίας, Β. 321: - ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς κατὰ τὸ πλεῖστον, εἰσ. εἰς [[οἴκημα]] ἢ [[οἴκαδε]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 28· ἐσ. ἐς τὰς σπονδὰς Θουκ. 5. 36· εἰς τὸν πόλεμον Ξεν. Ἀν. 7. 1. 27· εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους, εἰς τὴν τάξιν ἢ ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 5, 1· [[ὡσαύτως]], εἰσ. [[πρός]] τινα 3. 3, 13· εἰσ. ἐπὶ [[δεῖπνον]] ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 21· ἀπολ., ἐπὶ χρημάτων, κτλ., [[ἔρχομαι]], πρόσοδοι εἰσῆλθον ὁ αὐτ. Πόροι 5, 12. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ χοροῦ ἢ τῶν ὑποκριτῶν, [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[παρουσιάζομαι]], Πλάτ. Πολ. 580Β, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 9, κτλ.: - [[εἰσέρχομαι]] ὡς [[ἀγωνιστής]], εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα Σοφ. Ἠλ. 700, πρβλ. Δημ. 331. 5, καὶ ἴδε ἐν λ. [[εἴσοδος]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, [[παρουσιάζομαι]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Πλάτ. Γοργ. 522Β, Δημ. 571. 25· εἰς τοὺς δικαστὰς ὁ αὐτ. 1345. 2· ἐπὶ τῶν δικαστῶν, ὁ αὐτ. 318. 21. 2) ἐπὶ τῶν διαδίκων, μετ’ αἰτιατ., εἰσ. τὴν γραφὴν ὁ αὐτ. 261. 8· εἰσ. τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. 260. 20· εἰσ. δίκην ὁ αὐτ. 841. 9· οὕτω καί, εἰσ. τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 516. 8. 3) ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἐμφανίζομαι εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Πλάτ. Ἀπολ. 29C, Δημ. 260. 19· οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8, εἰσελθόντες δ’ εἰς ὑμᾶς. 4) ἐπὶ τῆς δίκης, εἰσάγομαι, ποῦ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; Δημ. 940. 21. IV. [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[ἀρχήν]] τινα, Ἀντιφῶν 146. 25· εἰσ. εἰς τὴν ὑπατείαν Δίων Κ. 41. 39. V. μεταφ., [[μένος]] ἄνδρας εἰσέρχεται, θάρρος ἐπέρχεται εἰς τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Ρ. 157· πείνῃ δ’ οὔποτε δῆμον ἐσέρχεται, [[πεῖνα]] δὲ [[οὐδέποτε]] ἐπέρχεται εἰς τὸν τόπον, Ὀδ. Ο. 407· [[οὕτως]], ἰδόντα δὲ τὸν Κροῖσον [[γέλως]] εἰσῆλθε, κατέλαβε [[γέλως]], Ἡρόδ. 6. 125· ὥς με πόλλ’ εἰσέρχεται... ἄλγη Αἰσχύλ. Πέρσ. 845· [[πόθος]] μ’ εἰσέρχεται Εὐρ. Ι. Α. 1411· εἰσήλθέ νιν τάδε [[αὐτόθι]] 57: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν [[ἔρις]] Σοφ. Ο. Κ. 372· [[ἔρως]] εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων... γένει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 678. 9· [[δέος]] εἰσ. τινι [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 330D· [[ὑποψία]] εἰσ. τινι ὁ αὐτ. Λύσ. 218C: - [[ὡσαύτως]], [[ἔρχομαι]] εἰς τὸν νοῦν τινος, Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 1. 24., 3. 14, Πλάτ. Θεαίτ. 147C. 2) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμ., τὸν δὲ ἐσῆλθε [[θεῖον]] [[εἶναι]] τὸ [[πρῆγμα]], ἐπῆλθεν εἰς αὐτὸν ὅτι..., Ἡρόδ. 3. 42· ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι ὁ αὐτ. 7. 46· εἰσῆλθε δή με... φοβηθῆναι Πλάτ. Νόμ. 835D· [[ὡσαύτως]], τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη [[τέρας]] Ἡρόδ. 8. 137· εἰσελθέτω σε μήποθ’, ὡς... Αἰσχύλ. Πρ. 1002: - Πρβλ. [[εἴσειμι]] IV, [[ἐπέρχομαι]] Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[εἰσελεύσομαι]], <i>ao.</i> [[εἰσῆλθον]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> entrer dans, entrer, acc. <i>ou</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc. ; <i>fig.</i> [[ἐς]] σπονδὰς ἐσελθεῖν THC entrer dans un traité, adhérer à un traité;<br /><b>II.</b> paraître en public :<br /><b>1</b> comparaître devant un tribunal ; εἰσ. τὴν γραφήν comparaître pour soutenir un procès ; <i>en parl. des juges</i> entrer en séance;<br /><b>2</b> paraître sur la scène ; entrer en lice;<br /><b>III.</b> <i>fig. en parl. d’une pensée, d’un sentiment</i> entrer dans l’esprit <i>ou</i> dans le cœur : τινα, τινι de qqn ; τὸν δὲ ἐσῆλθε [[ὡς]] HDT il lui vint à l’esprit que ; avec un inf. : ἐσῆλθε [[γάρ]] με λογισάμενον κατοικτεῖραι [[ὡς]] HDT car, en réfléchissant, je me mis à déplorer que ; τὸν δὲ [[ὡς]] ἐσῆλθε [[θεῖον]] [[εἶναι]] τὸ [[πρᾶγμα]] HDT mais comme la pensée lui vint que l’événement avait une cause divine.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}