διαφυσάω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφῡσάω''': φυσῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], μὴ… ὁ [[ἄνεμος]] αὐτὴν (τήν ψυχὴν) διαφυσᾷ Πλάτ. Φαίδωνι· 77D. - Παθ., [[αὐτόθι]] 80D, 84Β. ΙΙ. φυσῶ διὰ μέσου, Λουκ. Ἑρμοτ. 68· ἐκ τοῦ στόματος Πλούτ. 2. 950Β.
|lstext='''διαφῡσάω''': φυσῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], μὴ… ὁ [[ἄνεμος]] αὐτὴν (τήν ψυχὴν) διαφυσᾷ Πλάτ. Φαίδωνι· 77D. - Παθ., [[αὐτόθι]] 80D, 84Β. ΙΙ. φυσῶ διὰ μέσου, Λουκ. Ἑρμοτ. 68· ἐκ τοῦ στόματος Πλούτ. 2. 950Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> disperser d’un souffle en différentes directions;<br /><b>2</b> souffler à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φυσάω]].
}}
}}