ὀζόστομος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀζόστομος''': -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη [[ἀναπνοή]], Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.
|lstext='''ὀζόστομος''': -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη [[ἀναπνοή]], Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche sent mauvais.<br />'''Étymologie:''' [[ὄζω]], [[στόμα]].
}}
}}