ἀποτείχισμα: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτείχισμα''': -ατος, τό, [[τεῖχος]] οἰκοδομηθέν πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 6. 99., 7.79, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7.
|lstext='''ἀποτείχισμα''': -ατος, τό, [[τεῖχος]] οἰκοδομηθέν πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 6. 99., 7.79, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />retranchement, ligne de défense.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτειχίζω]].
}}
}}