ὀπωπή: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπωπή''': ἡ, ([[ὄπωπα]]) Ποιητ. ἀντὶ [[ὄψις]], θέα, [[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ [[δύναμις]] τοῦ ὁρᾶν, [[ὅρασις]], χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ [[ὀφθαλμός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, [[αὐτόθι]] 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75.
|lstext='''ὀπωπή''': ἡ, ([[ὄπωπα]]) Ποιητ. ἀντὶ [[ὄψις]], θέα, [[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ [[δύναμις]] τοῦ ὁρᾶν, [[ὅρασις]], χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ [[ὀφθαλμός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, [[αὐτόθι]] 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vue, action de voir;<br /><b>2</b> vue, regard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]].
}}
}}