3,273,036
edits
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέχομαι''': Ἰων. καὶ Αἰολ. [[δέκομαι]], Ἡρόδ., Σαπφὼ 1. 22, Πίνδ.· - μέλλ. δέξομαι, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] δεδέξομαι Ἰλ. Ε. 238, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ.· δεχθήσομαι ([[μετὰ]] παθ. σημασ.) Ἑβδ.·- ἀόρ. ἐδεξάμην Ἰλ., Ἡρόδ. , Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] μτβτ. ἐδέχθην (ὑπ) Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 757 (ἀλλ’ ἐν πᾶσι τοῖς ἄλλοις παραδείγμασιν ὁ [[ἀόριστος]] α΄ κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας)· πρκμ. δέδεγμαι Ἰλ., Ἀττ. Ἰων. γ΄ πληθυντ. ἀπο-[[δεδέχαται]] Ἡρόδ.· ὑπερσυντ. ἐδεδέγμην·- ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] ἔχει ἱκανοὺς τύπους συγκεκομένου τινὸς Ἐπ. ἀορ. [[ἐδέγμην]], [[ἔδεκτο]] ἢ [[δέκτο]], προστατ. [[δέξο]], ἀπαρ. δέχθαι, μετοχ. δεγμένος, [[ὡσαύτως]] γ΄πληθ. πρκμ. [[δέχαται]] (παραλειπομένου τοῦ ἀναδιπλασ.), Ἰλ. Μ. 147· [[ἐνιαχοῦ]] ὄμως [[οὗτος]] ὁ [[χρόνος]] [[εἶναι]] παρατατ., Λ. 4· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[δεδοκημένος]], ἀποθ. (Ἐκ τῆς √ΔΕΚ, πρβλ. Ἰων καὶ Αἰολ. δέκομαι, [[δοκός]], [[δοχή]], [[δοχός]], [[δοχεῖον]], [[δεξαμενή]]· (ἴδε [[δείκνυμι]], [[δάκτυλος]], [[δεξιός]])· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[τεταγών]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων ὡς τὸ ἀντικείμενον, [[λαμβάνω]], [[παραλαμβάνω]], [[ἀποδέχομαι]] τὸ προσφερόμενον, Λατ. accipere, Ὅμ., κτλ. – Σύνταξις: δ. τι χειρὶ ἢ χείρεσσι Ὅμ., κτλ.· δ. τί τινι, δέχομαί τι ἐκ τῆς χειρὸς ἐτέρου, δέξατό οἱ [[σκῆπτρον]] πατρώϊον Ἰλ. Β. 186, κτλ., πρβλ. Πόρσ. Ἑκ. 533· [[ὡσαύτως]], τι [[παρά]] τινος, Ὅμ.· τι ἔκ τινος Σοφ. Ο. Τ. 1106· τί τινος Ἰλ. Α. 596, Ω. 305, Σοφ. Ο. Τ. 1163· - ἀλλ’ ὠσαύτως, δ. τί τινος, [[λαμβάνω]] εἰς ἀνταλλαγὴν διά τι., χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Ὀδ. Λ. 327· τι δ. πρό τινος Πλάτ. Νόμ. 729D· [[μᾶλλον]] δ. τί [[ἀντί]] τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 475D· -[[ὡσαύτως]], [[μᾶλλον]] δ., μετ’ ἀπαρ., [[μᾶλλον]] [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ νὰ πράξω ἢ νὰ εἶμαι…, Λυσ. 118. 4, Ξεν Ἑλλ. 5. 1, 14, Συμπ. 4, 12· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[μᾶλλον]], οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Θουκ. 1. 143, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 41Α· οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν Ἀνδοκ. 1. 25· ἐπομένου ἢ…, Πλάτ. Φιλήβ. 63Β. β) [[ἁπλῶς]] [[ὑποδέχομαι]], [[συλλέγω]], ὡς ἐν ἀγγείῳ (πρβλ. [[δεξαμενή]], [[δοχή]]), ὀπὸν… κάδοις δ. Σοφ. Ἀποσπ. 479. 2) ἐπὶ διανοητικῆς ἀποδοχῆς, ἀποδέχομαί τι [[ἄνευ]] γογγυσμοῦ, χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μύθον Ὀδ. Υ. 271· κῆρα δ’ ἐγὼ [[τότε]] δέξομαι Ἰλ. Σ. 115. β) ἀποδέχομαί τι [[μετὰ]] χαρᾶς, τοῦτο δ’ ἐγὼ [[πρόφρων]] δ. Ψ. 647· ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀλλ’ ὅ γε [[δέκτο]] μὲν ἱρὰ Β. 420· οὕτω, προσφιλῶς γέρα δ., ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ἠλ. 143· τὰ σφάγια δ. Ἀριστοφ. Λυσ. 204 – οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸ χρησθέν, τὸν οιωνὸν δ., [[ἀποδέχομαι]], [[μετὰ]] χαρᾶς [[δέχομαι]], Ἡρόδ. 1. 63., 9. 91, πρβλ. Αὐσχύλ. Ἀγ. 1653, Σοφ. Ἠλ. 668, Ἀριστοφ. Πλ. 63, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 17· - [[ἀποδέχομαι]], ἐπιδοκιμάζω, τοὺς λόγους, τὴν ξυμμαχίην Ἡρόδ. 1. 95, Θουκ 1. 95, κτλ., πρβλ. Valck. Φοιν. 462· διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια, Θουκ. 1. 37, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 312· περὶ τοῦ δέχεσθαι ὅρκον, ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]. γ) [[ἁπλῶς]], δίδω προσοχὴν, [[ἀκούω]], Λατ. accipere, ὠσὶν ἠχήν, φήμην ἀκοαῖσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1086, κτλ.· ἀπλῶς, δ. ὀμφὰν ὁ αὐτ. Μηδ. 175· τὰ παραγγελλόμενα [[ὀξέως]] δ. Θουκ. 2. 11, 89. δ) [[δέχομαι]] ἢ θεωρῶ ὡς…, [[μηδὲ]] συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Σοφ. Αἴ. 68. 3) [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], τὴν δαπάνην Πολύβ. 32. 14, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὡς τὸ ἀντικείμενον, [[δέχομαι]] φιλοξένως, περιποιοῦμαι, Λατ. excipere, Ὁμ.˙ -ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν Ἰλ. Σ. 331. Ὀδ. Ρ. 110· [[ὡσαύτως]], δόμοις δ. τινα Σοφ. Ο. Τ. 818· στέγαις, πυρὶ δ. τινὰ Εὐρ. Ὀρ. 47· δ. [[χώρα]] ὁ αὐτ. Μηδ. 713· τῇ πόλει δ., [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν, Θουκ. 4. 103· [[εἴσω]] δ. ὁ αὐτ. 6. 44· εἰς τὸ [[τεῖχος]] Ξεν. Ἀν. 5. 5, 6. 2) [[χαιρετίζω]], [[ἀσπάζομαι]], προσκυνῶ, οἵ σε. θεὸν ὥς, δειδέχατ’ Ἰλ. Χ. 434· δ. τινα ξύμμαχον, [[παραδέχομαι]] ἢ [[ἀποδέχομαι]] ὡς σύμμαχον, Θουκ. 1. 43, κτλ. 3) [[δέχομαι]] ὡς ἐχθρόν, [[ὑπομένω]] τὴν προσβολήν τινος, Λατ. excipere, ἐπιόντα δ. Ἰλ. Ε. 238, πρβλ. Ο. 745· ἐπὶ κυνηγοῦ ὑπομένοντος τὸ [[θήραμα]], Δ. 107· ἐπὶ ἀγρίου κάπρου ὑπομένοντος τοὺς κυνηγοὺς, Μ. 147· [[οὕτως]] εἰς χεῖρας δ. Ξεν. Ἀν. 4. 3, 31· τοὺς πολεμίους δ. Ἡρόδ. 3. 54. πρβλ. Θουκ. 4. 43· ἐπιόντας δ. ὁ αὐτ. 7. 77· δ. τὴν πρώτην ἔφοδον ὁ αὐτ. 4. 126· ἐδέξατο [[πόλις]] πόνον Εὐρ. Ἰκέτ. 394. 4) [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ τινα ἤ τι, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. ἀλλ’ ἀεί τινα φῶτα… [[ἐδέγμην]] ἐνθάδ’ ἐλεύσεται Ὀδ. Ι. 513, πρβλ. Μ. 230· [[ὡσαύτως]] [[δέγμενος]] Αἰακίδην, [[ὁπότε]]… λήξειεν Ἰλ. Ι. 191· δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς Κ. 62,- Ἐπὶ τῶν δύο τούτων τελευταίων σημασιῶν ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸν μέλλοντα δεδέξομαι, πρκμ. δέδεγμαι καὶ δεδεγμένος, [[δέγμενος]], τὸ δὲ τελευταίον τοῦτο [[εἶναι]] [[μάλιστα]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας, πλὴν ἐν Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 29, εἰς Ἑρμ. 477. ΙΙΙ. σπανίως [[μετὰ]] πράγματος ὡς τοῦ ὑποκειμένου, [[κατέχω]] τινά, [[ἐνασχολῶ]] τινα, τίς ἀρχὰ ναυτιλίας δέξατο [αὐτούς]; Πίνδ. Π. 4. 124· [[δέχομαι]], [[περιλαμβάνω]] (πρβλ. [[δεκτικός]], [[δεξαμενή]]), τὴν τροφὴν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 4, κ. ἀλλ. ΙV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμτβ. [[διαδέχομαι]], [[ἔρχομαι]] ἀμέσως [[μετὰ]] ἕτερον, Λατ. excipere, ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ ἀεὶ Ἰλ. Τ. 290· [[ἄλλος]] δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτατος [[ἆθλος]] Ἡσ. Θ.800· ἐπὶ τόπων, ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται Ἡρόδ. 7. 176. | |lstext='''δέχομαι''': Ἰων. καὶ Αἰολ. [[δέκομαι]], Ἡρόδ., Σαπφὼ 1. 22, Πίνδ.· - μέλλ. δέξομαι, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] δεδέξομαι Ἰλ. Ε. 238, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ.· δεχθήσομαι ([[μετὰ]] παθ. σημασ.) Ἑβδ.·- ἀόρ. ἐδεξάμην Ἰλ., Ἡρόδ. , Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] μτβτ. ἐδέχθην (ὑπ) Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 757 (ἀλλ’ ἐν πᾶσι τοῖς ἄλλοις παραδείγμασιν ὁ [[ἀόριστος]] α΄ κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας)· πρκμ. δέδεγμαι Ἰλ., Ἀττ. Ἰων. γ΄ πληθυντ. ἀπο-[[δεδέχαται]] Ἡρόδ.· ὑπερσυντ. ἐδεδέγμην·- ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] ἔχει ἱκανοὺς τύπους συγκεκομένου τινὸς Ἐπ. ἀορ. [[ἐδέγμην]], [[ἔδεκτο]] ἢ [[δέκτο]], προστατ. [[δέξο]], ἀπαρ. δέχθαι, μετοχ. δεγμένος, [[ὡσαύτως]] γ΄πληθ. πρκμ. [[δέχαται]] (παραλειπομένου τοῦ ἀναδιπλασ.), Ἰλ. Μ. 147· [[ἐνιαχοῦ]] ὄμως [[οὗτος]] ὁ [[χρόνος]] [[εἶναι]] παρατατ., Λ. 4· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[δεδοκημένος]], ἀποθ. (Ἐκ τῆς √ΔΕΚ, πρβλ. Ἰων καὶ Αἰολ. δέκομαι, [[δοκός]], [[δοχή]], [[δοχός]], [[δοχεῖον]], [[δεξαμενή]]· (ἴδε [[δείκνυμι]], [[δάκτυλος]], [[δεξιός]])· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[τεταγών]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων ὡς τὸ ἀντικείμενον, [[λαμβάνω]], [[παραλαμβάνω]], [[ἀποδέχομαι]] τὸ προσφερόμενον, Λατ. accipere, Ὅμ., κτλ. – Σύνταξις: δ. τι χειρὶ ἢ χείρεσσι Ὅμ., κτλ.· δ. τί τινι, δέχομαί τι ἐκ τῆς χειρὸς ἐτέρου, δέξατό οἱ [[σκῆπτρον]] πατρώϊον Ἰλ. Β. 186, κτλ., πρβλ. Πόρσ. Ἑκ. 533· [[ὡσαύτως]], τι [[παρά]] τινος, Ὅμ.· τι ἔκ τινος Σοφ. Ο. Τ. 1106· τί τινος Ἰλ. Α. 596, Ω. 305, Σοφ. Ο. Τ. 1163· - ἀλλ’ ὠσαύτως, δ. τί τινος, [[λαμβάνω]] εἰς ἀνταλλαγὴν διά τι., χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Ὀδ. Λ. 327· τι δ. πρό τινος Πλάτ. Νόμ. 729D· [[μᾶλλον]] δ. τί [[ἀντί]] τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 475D· -[[ὡσαύτως]], [[μᾶλλον]] δ., μετ’ ἀπαρ., [[μᾶλλον]] [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ νὰ πράξω ἢ νὰ εἶμαι…, Λυσ. 118. 4, Ξεν Ἑλλ. 5. 1, 14, Συμπ. 4, 12· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[μᾶλλον]], οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Θουκ. 1. 143, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 41Α· οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν Ἀνδοκ. 1. 25· ἐπομένου ἢ…, Πλάτ. Φιλήβ. 63Β. β) [[ἁπλῶς]] [[ὑποδέχομαι]], [[συλλέγω]], ὡς ἐν ἀγγείῳ (πρβλ. [[δεξαμενή]], [[δοχή]]), ὀπὸν… κάδοις δ. Σοφ. Ἀποσπ. 479. 2) ἐπὶ διανοητικῆς ἀποδοχῆς, ἀποδέχομαί τι [[ἄνευ]] γογγυσμοῦ, χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μύθον Ὀδ. Υ. 271· κῆρα δ’ ἐγὼ [[τότε]] δέξομαι Ἰλ. Σ. 115. β) ἀποδέχομαί τι [[μετὰ]] χαρᾶς, τοῦτο δ’ ἐγὼ [[πρόφρων]] δ. Ψ. 647· ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀλλ’ ὅ γε [[δέκτο]] μὲν ἱρὰ Β. 420· οὕτω, προσφιλῶς γέρα δ., ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ἠλ. 143· τὰ σφάγια δ. Ἀριστοφ. Λυσ. 204 – οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸ χρησθέν, τὸν οιωνὸν δ., [[ἀποδέχομαι]], [[μετὰ]] χαρᾶς [[δέχομαι]], Ἡρόδ. 1. 63., 9. 91, πρβλ. Αὐσχύλ. Ἀγ. 1653, Σοφ. Ἠλ. 668, Ἀριστοφ. Πλ. 63, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 17· - [[ἀποδέχομαι]], ἐπιδοκιμάζω, τοὺς λόγους, τὴν ξυμμαχίην Ἡρόδ. 1. 95, Θουκ 1. 95, κτλ., πρβλ. Valck. Φοιν. 462· διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια, Θουκ. 1. 37, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 312· περὶ τοῦ δέχεσθαι ὅρκον, ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]. γ) [[ἁπλῶς]], δίδω προσοχὴν, [[ἀκούω]], Λατ. accipere, ὠσὶν ἠχήν, φήμην ἀκοαῖσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1086, κτλ.· ἀπλῶς, δ. ὀμφὰν ὁ αὐτ. Μηδ. 175· τὰ παραγγελλόμενα [[ὀξέως]] δ. Θουκ. 2. 11, 89. δ) [[δέχομαι]] ἢ θεωρῶ ὡς…, [[μηδὲ]] συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Σοφ. Αἴ. 68. 3) [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], τὴν δαπάνην Πολύβ. 32. 14, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὡς τὸ ἀντικείμενον, [[δέχομαι]] φιλοξένως, περιποιοῦμαι, Λατ. excipere, Ὁμ.˙ -ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν Ἰλ. Σ. 331. Ὀδ. Ρ. 110· [[ὡσαύτως]], δόμοις δ. τινα Σοφ. Ο. Τ. 818· στέγαις, πυρὶ δ. τινὰ Εὐρ. Ὀρ. 47· δ. [[χώρα]] ὁ αὐτ. Μηδ. 713· τῇ πόλει δ., [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν, Θουκ. 4. 103· [[εἴσω]] δ. ὁ αὐτ. 6. 44· εἰς τὸ [[τεῖχος]] Ξεν. Ἀν. 5. 5, 6. 2) [[χαιρετίζω]], [[ἀσπάζομαι]], προσκυνῶ, οἵ σε. θεὸν ὥς, δειδέχατ’ Ἰλ. Χ. 434· δ. τινα ξύμμαχον, [[παραδέχομαι]] ἢ [[ἀποδέχομαι]] ὡς σύμμαχον, Θουκ. 1. 43, κτλ. 3) [[δέχομαι]] ὡς ἐχθρόν, [[ὑπομένω]] τὴν προσβολήν τινος, Λατ. excipere, ἐπιόντα δ. Ἰλ. Ε. 238, πρβλ. Ο. 745· ἐπὶ κυνηγοῦ ὑπομένοντος τὸ [[θήραμα]], Δ. 107· ἐπὶ ἀγρίου κάπρου ὑπομένοντος τοὺς κυνηγοὺς, Μ. 147· [[οὕτως]] εἰς χεῖρας δ. Ξεν. Ἀν. 4. 3, 31· τοὺς πολεμίους δ. Ἡρόδ. 3. 54. πρβλ. Θουκ. 4. 43· ἐπιόντας δ. ὁ αὐτ. 7. 77· δ. τὴν πρώτην ἔφοδον ὁ αὐτ. 4. 126· ἐδέξατο [[πόλις]] πόνον Εὐρ. Ἰκέτ. 394. 4) [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ τινα ἤ τι, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. ἀλλ’ ἀεί τινα φῶτα… [[ἐδέγμην]] ἐνθάδ’ ἐλεύσεται Ὀδ. Ι. 513, πρβλ. Μ. 230· [[ὡσαύτως]] [[δέγμενος]] Αἰακίδην, [[ὁπότε]]… λήξειεν Ἰλ. Ι. 191· δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς Κ. 62,- Ἐπὶ τῶν δύο τούτων τελευταίων σημασιῶν ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸν μέλλοντα δεδέξομαι, πρκμ. δέδεγμαι καὶ δεδεγμένος, [[δέγμενος]], τὸ δὲ τελευταίον τοῦτο [[εἶναι]] [[μάλιστα]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας, πλὴν ἐν Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 29, εἰς Ἑρμ. 477. ΙΙΙ. σπανίως [[μετὰ]] πράγματος ὡς τοῦ ὑποκειμένου, [[κατέχω]] τινά, [[ἐνασχολῶ]] τινα, τίς ἀρχὰ ναυτιλίας δέξατο [αὐτούς]; Πίνδ. Π. 4. 124· [[δέχομαι]], [[περιλαμβάνω]] (πρβλ. [[δεκτικός]], [[δεξαμενή]]), τὴν τροφὴν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 4, κ. ἀλλ. ΙV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμτβ. [[διαδέχομαι]], [[ἔρχομαι]] ἀμέσως [[μετὰ]] ἕτερον, Λατ. excipere, ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ ἀεὶ Ἰλ. Τ. 290· [[ἄλλος]] δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτατος [[ἆθλος]] Ἡσ. Θ.800· ἐπὶ τόπων, ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται Ἡρόδ. 7. 176. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἔδεχόμην, <i>f.</i> [[δέξομαι]], <i>ao.</i> ἐδεξάμην, <i>pf.</i> [[δέδεγμαι]], <i>pqp.</i> ἐδεδέγμην;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> recevoir :<br /><b>1</b> recevoir en présent, par échange <i>ou</i> par succession : [[τί]] τινος, qch de qqn ; <i>ou</i> [[τι]] ἔκ τινος, [[παρά]] τινός [[τι]] ; <i>rar. avec le dat. de la <i>pers.</i> de qui l’on reçoit</i> : δέξατό [[οἱ]] [[σκῆπτρον]] πατρώϊον IL il reçut de lui le sceptre paternel ; avec un gén. d’échange : χρυσὸν [[ἀνδρός]] OD recevoir de l’or pour le prix de la vie d’un homme;<br /><b>2</b> accepter une chose offerte : [[οὐκ]] ἐδέξαντο οὐδ’ [[ἔλαβον]] [[ταῦτα]] DÉM ils n’acceptèrent ni ne prirent (ce qu’il voulait leur donner) ; δεκόμεθα <i>(ion.)</i> τὰ [[διδοῖς]] HDT nous acceptons ce que tu donnes;<br /><b>II.</b> recevoir favorablement, <i>d’où</i><br /><b>1</b> accueillir : τινα [[ἐν]] δόμοισιν OD, δόμοις SOPH qqn dans sa maison ; κόλπῳ IL serrer sur son sein ; [[εἰς]] τὴν πόλιν THC, [[τῇ]] πόλει THC admettre dans la cité ; <i>en parl. de présages, d’oracles</i> δ. τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνόν HDT accepter l’oracle, l’augure;<br /><b>2</b> accepter avec empressement : [[τὰς]] ἀκοὰς [[ἀβασανίστως]] δ. THC accueillir des traditions sans les contrôler ; δ. ὀμφάν EUR accueillir un bruit ; approuver : λόγον, un discours, <i>d’où</i> écouter avec déférence, obéir à : τὰ παραγγελλόμενα THC obéir aux ordres;<br /><b>III.</b> accepter avec résignation, accepter, se résigner à : κῆρα IL à la mort ; μῦθον χαλεπόν OD supporter une parole pénible;<br /><b>IV.</b> recevoir dans son esprit ; comprendre, juger : μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα SOPH ne tiens pas <i>litt.</i> ne prends pas pour un malheur la présence de cet homme ; [[μᾶλλον]] δ. avec l’inf. préférer faire ; <i>sans [[μᾶλλον]]</i> οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν THC personne n’aurait préféré fuir;<br /><b>V. 1</b> recevoir de pied ferme : ἐπιόντα δουρὶ δ. IL recevoir avec sa lance le choc d’un ennemi ; ἐπιόντας THC recevoir le choc de l’ennemi ; δ. ἔγχει IL recevoir l’ennemi avec sa lance ; τοὺς πολεμίους HDT recevoir l’ennemi de pied ferme ; [[εἰς]] χεῖρας δ. XÉN recevoir l’ennemi et en venir aux mains;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> attendre <i>en gén.</i> : δ. τινα ἐλεύσεσθαι OD attendre qqn venir ; δ. [[εἰσόκεν]] ἔλθῃς IL, [[ὁππότε]] ἀφορμηθεῖεν IL attendre que tu sois revenu, qu’ils aient débarqué;<br /><b>B.</b> <i>intr. ou Pass.</i> être reçu l’un à la suite de l’autre, succéder : [[ὥς]] μοι δέχεται κακὸν [[ἐκ]] κακοῦ [[αἰεί]] IL comme les malheurs ne cessent, pour moi de succéder aux malheurs ! [[ἐκ]] [[τοῦ]] στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται HDT au détroit succède Artémision.<br />'''Étymologie:''' R. Δεκ, prendre. | |||
}} | }} |