κοσμήτωρ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοσμήτωρ''': -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ [[κοσμητής]], ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, [[ἡγεμών]], Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· [[δοιώ]]... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε [[δέπας]] κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· [[ὁδηγός]], διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.
|lstext='''κοσμήτωρ''': -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ [[κοσμητής]], ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, [[ἡγεμών]], Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· [[δοιώ]]... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε [[δέπας]] κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· [[ὁδηγός]], διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />ordonnateur ; chef.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
}}