νεόγαμος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόγᾰμος''': -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Ἡρόδ. 1. 36. 37· ν. [[νύμφη]], [[κόρη]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1179, Εὐρ. Μήδ. 324: [[προσέτι]], ν. λέκτρα [[αὐτόθι]] 1348.
|lstext='''νεόγᾰμος''': -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Ἡρόδ. 1. 36. 37· ν. [[νύμφη]], [[κόρη]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1179, Εὐρ. Μήδ. 324: [[προσέτι]], ν. λέκτρα [[αὐτόθι]] 1348.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement marié.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γαμέω]].
}}
}}