3,277,002
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[προτρέχω]], [[τρέχω]] ἐμπρός, Ἰλ. Κ. 362· πολὺ προθέεσκε, κατὰ πολὺ προεῖχε, προηγεῖτο εἰς τὸν δρόμον, [[αὐτόθι]] Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 240· ἀντίθετ. τῷ ἀπολείπομαι, Πλάτ. Κρατ. 412Α. 2) [[τρέχω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ὑπερβαίνω]] εἰς τὸν δρόμον, ὑπερτερῶ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3, 7, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26· [[μετὰ]] γεν., Πλούτ. Κράσσ. 18. | |lstext='''προθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[προτρέχω]], [[τρέχω]] ἐμπρός, Ἰλ. Κ. 362· πολὺ προθέεσκε, κατὰ πολὺ προεῖχε, προηγεῖτο εἰς τὸν δρόμον, [[αὐτόθι]] Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 240· ἀντίθετ. τῷ ἀπολείπομαι, Πλάτ. Κρατ. 412Α. 2) [[τρέχω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ὑπερβαίνω]] εἰς τὸν δρόμον, ὑπερτερῶ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3, 7, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26· [[μετὰ]] γεν., Πλούτ. Κράσσ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> courir en avant;<br /><b>2</b> dépasser à la course, acc. ; <i>fig.</i> s’avancer au delà de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[θέω]]. | |||
}} | }} |