3,263,933
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προνομεύω''': [[ἐπιτρέχω]] χώραν ἐχθρικὴν [[χάριν]] προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, [[διαρπάζω]], λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]], Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, [[ἔνδοθι]] προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― [[τρώγω]] ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· [[ἀπάγω]] αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ [[οὔτε]] τὸ προνομεύειν, [[οὔτε]] ἡ [[προνομεία]] παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742. | |lstext='''προνομεύω''': [[ἐπιτρέχω]] χώραν ἐχθρικὴν [[χάριν]] προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, [[διαρπάζω]], λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]], Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, [[ἔνδοθι]] προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― [[τρώγω]] ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· [[ἀπάγω]] αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ [[οὔτε]] τὸ προνομεύειν, [[οὔτε]] ἡ [[προνομεία]] παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dévaster, piller, acc. ; <i>fig.</i> manger gloutonnement, dévorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[προνομή]]. | |||
}} | }} |