ἐρωτύλος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρωτύλος''': ὁ, Δωρ. [[λέξις]], [[ἀγαπητός]], [[ἐράσμιος]], Θεόκρ. 3. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, ᾄδω ᾄσματα ἐρωτικά, Βίων 3. 10, 13.
|lstext='''ἐρωτύλος''': ὁ, Δωρ. [[λέξις]], [[ἀγαπητός]], [[ἐράσμιος]], Θεόκρ. 3. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, ᾄδω ᾄσματα ἐρωτικά, Βίων 3. 10, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne l’amour.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]].
}}
}}