3,273,762
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δελεάζω''': μέλλ. –άσω, ([[δέλεαρ]]) ἐξαπατῶ ἢ [[συλλαμβάνω]] διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· [[ῥᾳστώνῃ]] καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]], δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ [[ἄγκιστρον]] ὡς [[δόλωμα]], Ἡρόδ. 2. 70· [[ἀλλά]], δ. [[ἄγκιστρον]] ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. [[ἄγκιστρον]] ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, [[αὐτόθι]] 48. | |lstext='''δελεάζω''': μέλλ. –άσω, ([[δέλεαρ]]) ἐξαπατῶ ἢ [[συλλαμβάνω]] διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· [[ῥᾳστώνῃ]] καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]], δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ [[ἄγκιστρον]] ὡς [[δόλωμα]], Ἡρόδ. 2. 70· [[ἀλλά]], δ. [[ἄγκιστρον]] ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. [[ἄγκιστρον]] ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, [[αὐτόθι]] 48. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐδελέασα;<br /><b>1</b> garnir d’une amorce, amorcer, acc.;<br /><b>2</b> prendre <i>ou</i> chercher à prendre avec une amorce, amorcer ; <i>fig.</i> chercher à séduire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δέλεαρ]]. | |||
}} | }} |