δασπλῆτις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δασπλῆτις''': ἡ, = τρομερά, φρικτή, φοβερά, Θεὰ δ. Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234, πρβλ. Ruhnk. Ἐπ. Κρ. 155· ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Θεόκρ. 2. 14· οὕτω καὶ δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ : δασπλῆτα Χάρυβδιν Σιμων. 46· δασπλῆτες [[Εὐμενίδες]] Εὐφορ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 241. (Τὸ σκοτεινὸν τοῦτο ἐπίθετον φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ προθεματικοῦ μορίου δα- ἤ ζα-, καὶ τῆς ῥίζης [[πέλας]], [[πελάζω]], παρεντεθέντος τοῦ σ· ― περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. [[πλᾶτις]], τειχεσιπλήτης).
|lstext='''δασπλῆτις''': ἡ, = τρομερά, φρικτή, φοβερά, Θεὰ δ. Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234, πρβλ. Ruhnk. Ἐπ. Κρ. 155· ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Θεόκρ. 2. 14· οὕτω καὶ δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ : δασπλῆτα Χάρυβδιν Σιμων. 46· δασπλῆτες [[Εὐμενίδες]] Εὐφορ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 241. (Τὸ σκοτεινὸν τοῦτο ἐπίθετον φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ προθεματικοῦ μορίου δα- ἤ ζα-, καὶ τῆς ῥίζης [[πέλας]], [[πελάζω]], παρεντεθέντος τοῦ σ· ― περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. [[πλᾶτις]], τειχεσιπλήτης).
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />terrible.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}