προσπλάζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπλάζω''': ποιητ. συντετμημένον ἀντὶ τοῦ [[προσπελάζω]] (ἀμεταβ.), [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[ἐγγίζω]], Ἰλ. Μ. 285· [[μετὰ]] δοτ., Ὀδ. Λ. 583, Ξενοφάν. 12 Kaisten.
|lstext='''προσπλάζω''': ποιητ. συντετμημένον ἀντὶ τοῦ [[προσπελάζω]] (ἀμεταβ.), [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[ἐγγίζω]], Ἰλ. Μ. 285· [[μετὰ]] δοτ., Ὀδ. Λ. 583, Ξενοφάν. 12 Kaisten.
}}
{{bailly
|btext=s’approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πλάζω]].
}}
}}