3,270,625
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιχλισμός''': ὁ, [[ἠλίθιος]] [[γέλως]], [[καγχασμός]], Κλήμ. Ἀλ. 196 ([[ἐντεῦθεν]] κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ [[καχασμός]]· πρβλ [[κιχλίζω]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κιχλισμός]]· [[γέλως]] σφοδρὸς» (αἰσχρὸς [[γέλως]] [[μετὰ]] ἀταξίας). | |lstext='''κιχλισμός''': ὁ, [[ἠλίθιος]] [[γέλως]], [[καγχασμός]], Κλήμ. Ἀλ. 196 ([[ἐντεῦθεν]] κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ [[καχασμός]]· πρβλ [[κιχλίζω]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κιχλισμός]]· [[γέλως]] σφοδρὸς» (αἰσχρὸς [[γέλως]] [[μετὰ]] ἀταξίας). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éclat de rire.<br />'''Étymologie:''' [[κιχλίζω]]¹. | |||
}} | }} |