πότμος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πότμος''': ὁ, (√ΠΕΤ, [[πίπτω]])· ― ποιητικ. [[λέξις]], ὅ,τι πίπτει εἴς τινα, ὁ [[κλῆρος]], ἡ [[μοῖρα]], ἡ [[τύχη]] τινός: 1) Συνήθως ἐπὶ κακῆς μοίρας, καὶ [[συχνάκις]] ὡς αἱ λ. [[μοῖρα]], [[μόρος]], ἐπὶ θανάτου· οὕτω παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[εἴτε]] ἐπὶ τοῦ φονέως, πότμον ἐφεῖναι Ἰλ. Δ. 396, Ὀδ. Τ. 550· [[εἴτε]] ἐπὶ τοῦ φονευομένου, πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Ζ. 412, Ὀδ. Β. 250, κτλ.· ὁ Ὅμ. συνάπτει [[ὡσαύτως]] θάνατον καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Β. 359, Υ. 337, κτλ.· σπανιώτερον θανεῖν καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Η. 52, Ὀδ. Δ. 562· [[ὀλόμην]] καὶ πότμον [[ἐπέσπον]] Ὀδ. Λ. 197 (πρβλ. [[ἑτοῖμος]])· αἴ και θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Ἰλ. Δ. 170, πρβλ. Λ. 263· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς τραγ., πότμον ἐφάψαι = π. ἐφεῖναι, Πινδ. Ο. 9. 91· πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων οἵτινες ἔζων ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 106· πότμον εἴληχε βιότου Εὐρ. Ι. Τ. 914. 2) [[ἄνευ]] ἐννοίας κακοῦ τινος, π. [[συγγενής]], τὰ φυσικὰ δῶρά τινος, Πινδ. Ν. 5. 74· εὐτυχεῖ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 709· [[καλλίπαις]] π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 762, πρβλ. 1005· π. ξυνήθης πατρός, ἡ [[συνήθης]] [[τύχη]] τοῦ πατρός μου, Σοφ. Τρῳ. 88· π. ἄποτμος Εὐρ. Ἱππ. 1144· θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι π. Ἀριστ. Ἀποσπ. 625. ΙΙ. ὡς [[πρόσωπον]], ἡ Μοῖρα, Πινδ. Π. 3. 153. ― [Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἀείποτε μακρὰ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] βραχεῖα παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 572· συνήθως βραχεῖα παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ μακρὰ ἐν ἄρσει, Σοφ. Τρ. 88, Ἀποσπ. 713.]
|lstext='''πότμος''': ὁ, (√ΠΕΤ, [[πίπτω]])· ― ποιητικ. [[λέξις]], ὅ,τι πίπτει εἴς τινα, ὁ [[κλῆρος]], ἡ [[μοῖρα]], ἡ [[τύχη]] τινός: 1) Συνήθως ἐπὶ κακῆς μοίρας, καὶ [[συχνάκις]] ὡς αἱ λ. [[μοῖρα]], [[μόρος]], ἐπὶ θανάτου· οὕτω παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[εἴτε]] ἐπὶ τοῦ φονέως, πότμον ἐφεῖναι Ἰλ. Δ. 396, Ὀδ. Τ. 550· [[εἴτε]] ἐπὶ τοῦ φονευομένου, πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Ζ. 412, Ὀδ. Β. 250, κτλ.· ὁ Ὅμ. συνάπτει [[ὡσαύτως]] θάνατον καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Β. 359, Υ. 337, κτλ.· σπανιώτερον θανεῖν καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Η. 52, Ὀδ. Δ. 562· [[ὀλόμην]] καὶ πότμον [[ἐπέσπον]] Ὀδ. Λ. 197 (πρβλ. [[ἑτοῖμος]])· αἴ και θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Ἰλ. Δ. 170, πρβλ. Λ. 263· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς τραγ., πότμον ἐφάψαι = π. ἐφεῖναι, Πινδ. Ο. 9. 91· πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων οἵτινες ἔζων ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 106· πότμον εἴληχε βιότου Εὐρ. Ι. Τ. 914. 2) [[ἄνευ]] ἐννοίας κακοῦ τινος, π. [[συγγενής]], τὰ φυσικὰ δῶρά τινος, Πινδ. Ν. 5. 74· εὐτυχεῖ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 709· [[καλλίπαις]] π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 762, πρβλ. 1005· π. ξυνήθης πατρός, ἡ [[συνήθης]] [[τύχη]] τοῦ πατρός μου, Σοφ. Τρῳ. 88· π. ἄποτμος Εὐρ. Ἱππ. 1144· θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι π. Ἀριστ. Ἀποσπ. 625. ΙΙ. ὡς [[πρόσωπον]], ἡ Μοῖρα, Πινδ. Π. 3. 153. ― [Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἀείποτε μακρὰ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] βραχεῖα παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 572· συνήθως βραχεῖα παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ μακρὰ ἐν ἄρσει, Σοφ. Τρ. 88, Ἀποσπ. 713.]
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ce qui tombe au sort, <i>d’où</i><br /><b>1</b> sort fatal, mort : πότμον [[ἐπισπεῖν]] IL subir la mort;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> sort, destinée <i>en gén.</i> : [[πότμος]] [[ἄποτμος]] EUR sort qui n’en est pas un, <i>càd</i> sort funeste.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, tomber ; cf. [[πίπτω]].
}}
}}