διαστηρίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστηρίζω''': στερεῶ, [[ἐνισχύω]], Ἀνθ. Π. 6, 203. - Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἔχω τὰ βήματα ἀσφαλῆ, Ἱππ. Ἐπ. 1280.
|lstext='''διαστηρίζω''': στερεῶ, [[ἐνισχύω]], Ἀνθ. Π. 6, 203. - Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἔχω τὰ βήματα ἀσφαλῆ, Ἱππ. Ἐπ. 1280.
}}
{{bailly
|btext=rendre solide, affermir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στηρίζω]].
}}
}}