ἀπολιόρκητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολιόρκητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις να πολιορκήσῃ, Στράβ. 556, Πλούτ. 2. 1057Ε.
|lstext='''ἀπολιόρκητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις να πολιορκήσῃ, Στράβ. 556, Πλούτ. 2. 1057Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inexpugnable, imprenable par un siège.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πολιορκέω]].
}}
}}