προανάγω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰνάγω''': ὁδηγῶ τινα πρότερον, [[ἀναβιβάζω]] πρότερον, τινὰ ἐπὶ τοῦ τείχους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 4· ― ἀνάγομαι, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὸ [[πέλαγος]] πρότερον, Θουκ. 8. 11, Πολύαιν. 4. 2, 22, κτλ.
|lstext='''προᾰνάγω''': ὁδηγῶ τινα πρότερον, [[ἀναβιβάζω]] πρότερον, τινὰ ἐπὶ τοῦ τείχους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 4· ― ἀνάγομαι, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὸ [[πέλαγος]] πρότερον, Θουκ. 8. 11, Πολύαιν. 4. 2, 22, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=conduire d’abord en haut, faire d’abord monter;<br /><i><b>Moy.</b></i> προανάγομαι (<i>f.</i> προανάξομαι, <i>ao.2</i> προανηγαγόμην, <i>etc.</i>) sortir le premier du port, gagner le premier la haute mer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀνάγω]].
}}
}}