τρυφή: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠφή''': ἡ, (√ΤΡΥ, [[θρύπτω]], ἴδε ἐν λέξ. [[τείρω]])· ― [[ἁβρότης]], [[λεπτότης]], [[ἁπαλότης]], Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ [[ἄγαν]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. [[φιληδονία]], [[ἀσέλγεια]], τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ [[ἀκολασία]], τρ. καὶ [[μαλθακία]] Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς [[πρόσωπον]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, [[ἔνθα]] φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. [[ὑπερηφανία]], [[ἔπαρσις]], [[ἀλαζονεία]], [[δυστροπία]], ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· [[ὕβρις]] ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.
|lstext='''τρῠφή''': ἡ, (√ΤΡΥ, [[θρύπτω]], ἴδε ἐν λέξ. [[τείρω]])· ― [[ἁβρότης]], [[λεπτότης]], [[ἁπαλότης]], Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ [[ἄγαν]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. [[φιληδονία]], [[ἀσέλγεια]], τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ [[ἀκολασία]], τρ. καὶ [[μαλθακία]] Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς [[πρόσωπον]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, [[ἔνθα]] φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. [[ὑπερηφανία]], [[ἔπαρσις]], [[ἀλαζονεία]], [[δυστροπία]], ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· [[ὕβρις]] ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> mollesse, délicatesse, vie molle et sensuelle ; commodité, bien-être (d’une habitation);<br /><b>2</b> dédain, humeur dédaigneuse <i>ou</i> hautaine, orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]].
}}
}}