3,253,554
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακκοάω''': μέλλ. -άσω [ᾱ]· [[ἀνοηταίνω]], παραφρονῶ, [[μωραίνω]], μακκοᾷ καθήμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 396· μετοχ. πρκμ. μεμακκοηκώς, καθήμενος καὶ ληρῶν, ἀνοηταίνων, [[αὐτόθι]] 62, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. - Καθ’ ἃ λέγεται, παράγεται ἐκ τοῦ Μακκώ, [[ὅπερ]] δηλοῖ ἀνόητον, βλακίζουσαν γυναῖκα, Σουΐδ.· οὕτω Λατ. maccus = stolidus παρ’ Ἀπουληΐῳ καὶ Maccus ἢ [[ἀδηφάγος]] ἐν τοῖς Fabulae Atellanae. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακοᾶν· παραφρονεῖν. προσποιεῖσθαι μὴ ἀκούειν». | |lstext='''μακκοάω''': μέλλ. -άσω [ᾱ]· [[ἀνοηταίνω]], παραφρονῶ, [[μωραίνω]], μακκοᾷ καθήμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 396· μετοχ. πρκμ. μεμακκοηκώς, καθήμενος καὶ ληρῶν, ἀνοηταίνων, [[αὐτόθι]] 62, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. - Καθ’ ἃ λέγεται, παράγεται ἐκ τοῦ Μακκώ, [[ὅπερ]] δηλοῖ ἀνόητον, βλακίζουσαν γυναῖκα, Σουΐδ.· οὕτω Λατ. maccus = stolidus παρ’ Ἀπουληΐῳ καὶ Maccus ἢ [[ἀδηφάγος]] ἐν τοῖς Fabulae Atellanae. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακοᾶν· παραφρονεῖν. προσποιεῖσθαι μὴ ἀκούειν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être insensé, idiot.<br />'''Étymologie:''' DELG formation pop. | |||
}} | }} |