μακκοάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακκοάω''': μέλλ. -άσω [ᾱ]· [[ἀνοηταίνω]], παραφρονῶ, [[μωραίνω]], μακκοᾷ καθήμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 396· μετοχ. πρκμ. μεμακκοηκώς, καθήμενος καὶ ληρῶν, ἀνοηταίνων, [[αὐτόθι]] 62, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. - Καθ’ ἃ λέγεται, παράγεται ἐκ τοῦ Μακκώ, [[ὅπερ]] δηλοῖ ἀνόητον, βλακίζουσαν γυναῖκα, Σουΐδ.· οὕτω Λατ. maccus = stolidus παρ’ Ἀπουληΐῳ καὶ Maccus ἢ [[ἀδηφάγος]] ἐν τοῖς Fabulae Atellanae. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακοᾶν· παραφρονεῖν. προσποιεῖσθαι μὴ ἀκούειν».
|lstext='''μακκοάω''': μέλλ. -άσω [ᾱ]· [[ἀνοηταίνω]], παραφρονῶ, [[μωραίνω]], μακκοᾷ καθήμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 396· μετοχ. πρκμ. μεμακκοηκώς, καθήμενος καὶ ληρῶν, ἀνοηταίνων, [[αὐτόθι]] 62, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. - Καθ’ ἃ λέγεται, παράγεται ἐκ τοῦ Μακκώ, [[ὅπερ]] δηλοῖ ἀνόητον, βλακίζουσαν γυναῖκα, Σουΐδ.· οὕτω Λατ. maccus = stolidus παρ’ Ἀπουληΐῳ καὶ Maccus ἢ [[ἀδηφάγος]] ἐν τοῖς Fabulae Atellanae. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακοᾶν· παραφρονεῖν. προσποιεῖσθαι μὴ ἀκούειν».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être insensé, idiot.<br />'''Étymologie:''' DELG formation pop.
}}
}}