γραΐδιον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γρᾱΐδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[γραΐς]], [[λίαν]] προκεχωρηκυῖα [[γραῖα]] ,ἢ μικρὰ [[γραῖα]] ,Ἀριστοφ. Πλ.536, Ξεν.Ἀν. 6.3,22,Φιλύλλ. Αὐγ. 3· συνῃρ. γρᾴδιον Ἀριστ.Πλ. 674,688,1095,Δημ.313.29.
|lstext='''γρᾱΐδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[γραΐς]], [[λίαν]] προκεχωρηκυῖα [[γραῖα]] ,ἢ μικρὰ [[γραῖα]] ,Ἀριστοφ. Πλ.536, Ξεν.Ἀν. 6.3,22,Φιλύλλ. Αὐγ. 3· συνῃρ. γρᾴδιον Ἀριστ.Πλ. 674,688,1095,Δημ.313.29.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite vieille.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[γραῦς]].
}}
}}