μελίπνοος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ ἐκπέμπων ὀσμὴν μέλιτος, [[λίβανος]], Ἀνθ. Π. 6. 231· μεταφ., ὁ ἐκπέμπων γλυκεῖαν φωνήν, μ. σῦριγξ Θεόκρ. 1. 128· [[Μοῦσα]], μολπὴ Τρυφ. 429, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19, ἴδε 36.
|lstext='''μελίπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ ἐκπέμπων ὀσμὴν μέλιτος, [[λίβανος]], Ἀνθ. Π. 6. 231· μεταφ., ὁ ἐκπέμπων γλυκεῖαν φωνήν, μ. σῦριγξ Θεόκρ. 1. 128· [[Μοῦσα]], μολπὴ Τρυφ. 429, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19, ἴδε 36.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />aux doux accents (flûte).<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[πνέω]].
}}
}}