σκήνωμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκήνωμα''': τό, = [[σκήνημα]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ [[σῶμα]], = [[σκῆνος]] ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― [[νεκρός]], [[πτῶμα]], Βυζ.
|lstext='''σκήνωμα''': τό, = [[σκήνημα]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ [[σῶμα]], = [[σκῆνος]] ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― [[νεκρός]], [[πτῶμα]], Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />habitation, maison ; <i>particul.</i> campement de soldats.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνόω]].
}}
}}