κιονόκρανον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑονόκρᾱνον''': τό, μεταγενέστ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κιόκρανον]], Στράβ. 198, Διόδ. 5. 47, κτλ.
|lstext='''κῑονόκρᾱνον''': τό, μεταγενέστ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κιόκρανον]], Στράβ. 198, Διόδ. 5. 47, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />tête de colonne, chapiteau.<br />'''Étymologie:''' [[κίων]], [[κρανίον]].
}}
}}