ναῦς: Difference between revisions

217 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναῦς''': ἡ, (ἴδε κατωτ.), [[πλοῖον]], Ὅμηρ., κλ.· ἐν νήεσσι ἢ ἐν νηυσίν, δηλ. ἐν τῷ στρατοπέδῳ [[ὅπερ]] ἐσχημάτιζον τὰ πλοῖα ἐξηγμένα εἰς τὴν παραλίαν, Ἰλ. Β. 688, Λ. 659 [[νῆες]] μακραί, Λατ. naves longae, πολεμικὰ πλοῖα κατεσκευασμένα μακρὰ καὶ στενὰ κατὰ τὰ [[ἄκρα]] [[χάριν]] ταχύτητος, ἐν ᾧ τὰ ἐμπορικὰ ἦσαν στρογγύλα ([[νῆες]] στρογγύλαι, γαῦλοι, ὁλκάδες), Ἡρόδ., κλ.· [[ναῦς]] κενάς, δηλ. [[ἄνευ]] πολεμιστῶν ἐν αὐταῖς, Δημ. 30. 4. ― [[ναῦς]] μακρά, περιληπτικῶς ἀντὶ [[νῆες]] μακραί, ὡς, ἡ [[ἵππος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 380. ― Ἀττ. κλίσ., [[ναῦς]], [[νεώς]], νηί, ναῦν: δυϊκ. γεν. καὶ δοτ. νεοῖν: πληθ. [[νῆες]], νεῶν, ναυσί, [[ναῦς]]· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]], [[οἷον]] παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ., ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. [[ναῦς]], νῆας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 170: γεν. [[νηῶν]] Λυσ. 131. 10, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 5, 12. ― Ἐπικ. [[κλίσις]], [[νηῦς]], [[νηός]], νηί, νῆα: πληθ. [[νῆες]], [[νηῶν]], νηυσὶ ἢ νήεσσι, νῆας (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] γεν. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. νεός, νέα [τὸ τελευταῖον [[εἶναι]] μονοσύλλ. ἐν Ὀδ. Ι. 283]: πληθ. [[νέες]], νεῶν, νέεσσι, [[νέας]])· [[μετὰ]] ἰδιαιτέρας Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. πληθ. ναῦφι, -φιν Ὀδ. Ξ. 498, καὶ [[συχνάκις]] ἐν Ἰλ.· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ὀνομ. [[νηῦς]] Μόσχ. 2. 60, νηῢς [[αὐτόθι]] 104, πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 440. 17· αἰτ. ἑνικ. [[νηῦν]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1358, καὶ πληθ. νῆας Δημοσθ. ὁ Βιθυνὸς παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. Ἡραία· ― Ἰων. κλίσ., [[νηῦς]], νεός, νηί, νέα: πληθ. [[νέες]], νεῶν, νηυσί, [[νέας]], Δινδ. Διάλ. Ἡροδ. xl.· ― Δωρ. κλίσ., [[ναῦς]], νᾱός, νᾱί, ναῦν: πληθ. νᾶες, ναῶν, ναυσὶ ([[νάεσσι]] Πινδ. Π. 4. 98), [[νᾶας]], Θεόκρ.· ― Τραγ. κλίσ. [[ναῦς]], ναὸς ἢ [[νεώς]], ναΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν ἢ νεῶν, ναυσί, [[ναῦς]], ― ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον νηὸς (Σοφ. Ἀποσπ. 699), νηὶ (Φιλ. 343, 891)· [[νῆες]] (Αἰσχύλ. Πέρσ. 417, Ἱκέτ. 734), [[νηῶν]] (Εὐρ. Ι. Τ. 1485). Ἐκ √ΝΑΥ ἢ ΝΑϜ, [[ἴσως]] συγγενοῦς τῷ νέω (νέϜ-ω), νεύσομαι, κολυμβῶ· [[ὅθεν]] καὶ ναύτης, ναυτίλος, ναῦλος, ναῦσθλον, [[ναυτία]]· προβλ. Σανσκρ. nâus, nâu-ka· Λατ. nav-is, nav-ita, nau-ta, nav-igo· Ἀρχ. Σκανδ. nau-st (statio navatis)· [[ὡσαύτως]] Ἀρχ. Γερμ. nach-o (nach-en), Ἀγγλο-Σαξον. nac-a).
|lstext='''ναῦς''': ἡ, (ἴδε κατωτ.), [[πλοῖον]], Ὅμηρ., κλ.· ἐν νήεσσι ἢ ἐν νηυσίν, δηλ. ἐν τῷ στρατοπέδῳ [[ὅπερ]] ἐσχημάτιζον τὰ πλοῖα ἐξηγμένα εἰς τὴν παραλίαν, Ἰλ. Β. 688, Λ. 659 [[νῆες]] μακραί, Λατ. naves longae, πολεμικὰ πλοῖα κατεσκευασμένα μακρὰ καὶ στενὰ κατὰ τὰ [[ἄκρα]] [[χάριν]] ταχύτητος, ἐν ᾧ τὰ ἐμπορικὰ ἦσαν στρογγύλα ([[νῆες]] στρογγύλαι, γαῦλοι, ὁλκάδες), Ἡρόδ., κλ.· [[ναῦς]] κενάς, δηλ. [[ἄνευ]] πολεμιστῶν ἐν αὐταῖς, Δημ. 30. 4. ― [[ναῦς]] μακρά, περιληπτικῶς ἀντὶ [[νῆες]] μακραί, ὡς, ἡ [[ἵππος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 380. ― Ἀττ. κλίσ., [[ναῦς]], [[νεώς]], νηί, ναῦν: δυϊκ. γεν. καὶ δοτ. νεοῖν: πληθ. [[νῆες]], νεῶν, ναυσί, [[ναῦς]]· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]], [[οἷον]] παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ., ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. [[ναῦς]], νῆας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 170: γεν. [[νηῶν]] Λυσ. 131. 10, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 5, 12. ― Ἐπικ. [[κλίσις]], [[νηῦς]], [[νηός]], νηί, νῆα: πληθ. [[νῆες]], [[νηῶν]], νηυσὶ ἢ νήεσσι, νῆας (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] γεν. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. νεός, νέα [τὸ τελευταῖον [[εἶναι]] μονοσύλλ. ἐν Ὀδ. Ι. 283]: πληθ. [[νέες]], νεῶν, νέεσσι, [[νέας]])· [[μετὰ]] ἰδιαιτέρας Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. πληθ. ναῦφι, -φιν Ὀδ. Ξ. 498, καὶ [[συχνάκις]] ἐν Ἰλ.· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ὀνομ. [[νηῦς]] Μόσχ. 2. 60, νηῢς [[αὐτόθι]] 104, πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 440. 17· αἰτ. ἑνικ. [[νηῦν]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1358, καὶ πληθ. νῆας Δημοσθ. ὁ Βιθυνὸς παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. Ἡραία· ― Ἰων. κλίσ., [[νηῦς]], νεός, νηί, νέα: πληθ. [[νέες]], νεῶν, νηυσί, [[νέας]], Δινδ. Διάλ. Ἡροδ. xl.· ― Δωρ. κλίσ., [[ναῦς]], νᾱός, νᾱί, ναῦν: πληθ. νᾶες, ναῶν, ναυσὶ ([[νάεσσι]] Πινδ. Π. 4. 98), [[νᾶας]], Θεόκρ.· ― Τραγ. κλίσ. [[ναῦς]], ναὸς ἢ [[νεώς]], ναΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν ἢ νεῶν, ναυσί, [[ναῦς]], ― ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον νηὸς (Σοφ. Ἀποσπ. 699), νηὶ (Φιλ. 343, 891)· [[νῆες]] (Αἰσχύλ. Πέρσ. 417, Ἱκέτ. 734), [[νηῶν]] (Εὐρ. Ι. Τ. 1485). Ἐκ √ΝΑΥ ἢ ΝΑϜ, [[ἴσως]] συγγενοῦς τῷ νέω (νέϜ-ω), νεύσομαι, κολυμβῶ· [[ὅθεν]] καὶ ναύτης, ναυτίλος, ναῦλος, ναῦσθλον, [[ναυτία]]· προβλ. Σανσκρ. nâus, nâu-ka· Λατ. nav-is, nav-ita, nau-ta, nav-igo· Ἀρχ. Σκανδ. nau-st (statio navatis)· [[ὡσαύτως]] Ἀρχ. Γερμ. nach-o (nach-en), Ἀγγλο-Σαξον. nac-a).
}}
{{bailly
|btext=(ἡ), <i>gén.</i> [[νηός]], <i>att.</i> [[νεώς]];<br />navire, vaisseau.<br />'''Étymologie:''' R. Σνυ &gt; Νυ &gt; Ναυ, ΝαϜ, couler ; cf. [[νᾶμα]], <i>lat.</i> navis.
}}
}}