βῖκος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βῖκος''': ὁ, [[λέξις]] ἀνατολική, [[πίθος]] ἢ [[ἀμφορεύς]], πρὸς ὑποδοχὴν οἴνου, Ἡρόδ. 1. 194, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 25· – [[ὡσαύτως]], [[ποτήριον]] φιαλῶδες ἢ πινακοειδές, Ἀθήν. 784D. [Περὶ τῆς ποσότητος τοῦ ι, ἴδε Ἔφιππ. Ἐφηβ. 1, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 116F].
|lstext='''βῖκος''': ὁ, [[λέξις]] ἀνατολική, [[πίθος]] ἢ [[ἀμφορεύς]], πρὸς ὑποδοχὴν οἴνου, Ἡρόδ. 1. 194, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 25· – [[ὡσαύτως]], [[ποτήριον]] φιαλῶδες ἢ πινακοειδές, Ἀθήν. 784D. [Περὶ τῆς ποσότητος τοῦ ι, ἴδε Ἔφιππ. Ἐφηβ. 1, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 116F].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />amphore pour le vin.<br />'''Étymologie:''' origine sémitique.
}}
}}