ἀπελαύνω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπελαύνω''': [[ὡσαύτως]] ἀπέλα ὡς προστακτ. ἐξ ἐνεστῶτος ἀπελάω Ξεν. Κύρ. 8. 3. 32: Δωρ. παρατ. ἀπήλαον Ἀριστοφ. Λυσ. 1001: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ ([[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 7. 210): πρκμ. -ελήλακα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: - Παθ., ἀόρ. -ηλάθην [ᾰ]: - Μέσ., ἀόρ. -ηλασάμην. Ἀποδιώκω, [[ἀποβάλλω]] ἔκ τινος τόπου, τινὰ δόμων, πόλεως κτλ., Εὐρ. Ἄλκ. 553, κτλ.· ἀπὸ τόπου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 16: ἀπ. τινά, [[ἀποδιώκω]], [[ἐξορίζω]], Σοφ. Ο. Κ. 93. 1356, κτλ.: [[ἀποδιώκω]], τοῦτον μὲν οὖν ἀπήλασαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32: [[ἀποκλείω]], τηρῶ εἰς ἀπόστασίν τινα, ἀπομακρύνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 58: [[ἀποτρέπω]], ἀπομακρύνω, ὅτι μέγαν αὐτοῖς φόβον ἀπεληλακέναι ἐδόκει, ὅτι προεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ μεγάλου φόβου Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: [[ἀποκλείω]] ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 3. 2, 31: - Μέσ., ἀπ. τί τινος, [[ἀποκρούω]], [[ἀποτρέπω]] ἀπ’ [[αὐτοῦ]] Ἀνθ. Π. 7. 303. 3) ἀπέλαυνε τὴν στρατιήν, ἦγε τὸ [[στράτευμα]], Ἡρόδ. 4. 92: [[ἐντεῦθεν]], [[συχνάκις]], ἀπολ. ὡς τὸ [[ἀπάγω]], [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, ὁ αὐτ. 1. 77. 5. 25, κτλ.· πυρώσας, τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς ὁ αὐτ. 8. 102: [[ὡσαύτως]] (ἐξυπακουομένης τῆς λέξ. ἵππον) [[ἀπέρχομαι]] [[ἔφιππος]], Ξεν. Συμπ. 9, 7, κτλ. ΙΙ. παθ. ἀποδιώκομαι, [[ἐνθεῦτεν]] Ἡρόδ. 5. 94· [[ἐντεῦθεν]] εἰς ἄλλον τόπον Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3· γῆς ἐμῆς [[πρός]] τινος Σοφ. Ο. Κ. 599: - ἀποκλείομαι ἀπό τινος πράγματος, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς], ἀπὸ τῆς ἀρχηγίας, Ἡρόδ. 7. 161, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1, 2, 15· τῆς πολιτείας Λυσ. 149. 34: τῶν ἀρχῶν Πλάτ. Πολ. 564D· [[ὡσαύτως]], ἀπ. τῆς φροντίδος, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ..., Ἡρόδ. 7. 205· οὔτ’ ἐς πατέρ’ ἀπηλάθην τύχης, [[οὔτε]] καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὸν πατέρα μου, ἀπεκλείσθην [καλῆς] τύχης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 63· ἀπ. φιλίας Θεμίστ. 90C.
|lstext='''ἀπελαύνω''': [[ὡσαύτως]] ἀπέλα ὡς προστακτ. ἐξ ἐνεστῶτος ἀπελάω Ξεν. Κύρ. 8. 3. 32: Δωρ. παρατ. ἀπήλαον Ἀριστοφ. Λυσ. 1001: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ ([[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 7. 210): πρκμ. -ελήλακα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: - Παθ., ἀόρ. -ηλάθην [ᾰ]: - Μέσ., ἀόρ. -ηλασάμην. Ἀποδιώκω, [[ἀποβάλλω]] ἔκ τινος τόπου, τινὰ δόμων, πόλεως κτλ., Εὐρ. Ἄλκ. 553, κτλ.· ἀπὸ τόπου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 16: ἀπ. τινά, [[ἀποδιώκω]], [[ἐξορίζω]], Σοφ. Ο. Κ. 93. 1356, κτλ.: [[ἀποδιώκω]], τοῦτον μὲν οὖν ἀπήλασαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32: [[ἀποκλείω]], τηρῶ εἰς ἀπόστασίν τινα, ἀπομακρύνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 58: [[ἀποτρέπω]], ἀπομακρύνω, ὅτι μέγαν αὐτοῖς φόβον ἀπεληλακέναι ἐδόκει, ὅτι προεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ μεγάλου φόβου Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: [[ἀποκλείω]] ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 3. 2, 31: - Μέσ., ἀπ. τί τινος, [[ἀποκρούω]], [[ἀποτρέπω]] ἀπ’ [[αὐτοῦ]] Ἀνθ. Π. 7. 303. 3) ἀπέλαυνε τὴν στρατιήν, ἦγε τὸ [[στράτευμα]], Ἡρόδ. 4. 92: [[ἐντεῦθεν]], [[συχνάκις]], ἀπολ. ὡς τὸ [[ἀπάγω]], [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, ὁ αὐτ. 1. 77. 5. 25, κτλ.· πυρώσας, τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς ὁ αὐτ. 8. 102: [[ὡσαύτως]] (ἐξυπακουομένης τῆς λέξ. ἵππον) [[ἀπέρχομαι]] [[ἔφιππος]], Ξεν. Συμπ. 9, 7, κτλ. ΙΙ. παθ. ἀποδιώκομαι, [[ἐνθεῦτεν]] Ἡρόδ. 5. 94· [[ἐντεῦθεν]] εἰς ἄλλον τόπον Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3· γῆς ἐμῆς [[πρός]] τινος Σοφ. Ο. Κ. 599: - ἀποκλείομαι ἀπό τινος πράγματος, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς], ἀπὸ τῆς ἀρχηγίας, Ἡρόδ. 7. 161, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1, 2, 15· τῆς πολιτείας Λυσ. 149. 34: τῶν ἀρχῶν Πλάτ. Πολ. 564D· [[ὡσαύτως]], ἀπ. τῆς φροντίδος, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ..., Ἡρόδ. 7. 205· οὔτ’ ἐς πατέρ’ ἀπηλάθην τύχης, [[οὔτε]] καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὸν πατέρα μου, ἀπεκλείσθην [καλῆς] τύχης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 63· ἀπ. φιλίας Θεμίστ. 90C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπελάσω, <i>att.</i> [[ἀπελῶ]], <i>ao.</i> [[ἀπήλασα]], <i>pf.</i> ἀπελήλακα;<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἀπηλάθην]], <i>pf.</i> ἀπελήλαμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> pousser hors de, chasser, exclure : φόβον τινί XÉN éloigner une crainte de qqn ; <i>Pass.</i> être écarté <i>ou</i> éloigné ; φροντίδος HDT être loin de penser que;<br /><b>2</b> ἀπελαύνειν στρατιήν HDT porter une armée en avant;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> partir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}