ἀπένθητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπένθητος''': -ον, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 895, Εὐμ. 912. 2) παθ. ὁ μὴ θρηνηθείς, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄, ε΄, 10), Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 436.
|lstext='''ἀπένθητος''': -ον, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 895, Εὐμ. 912. 2) παθ. ὁ μὴ θρηνηθείς, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄, ε΄, 10), Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 436.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne s’afflige pas.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πενθέω]].
}}
}}