3,277,301
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀξίωμα''': -ατος, τό, ([[ἀξιόω]]) ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου τις θεωρεῖται [[ἄξιος]], [[τιμή]], γάμων… ἀξίωμ’ ἐδέξατο Εὐρ. Ἴων 62· ἐς ἀξ. βαίνειν [[αὐτόθι]] 605· κοινῆς τραπέζης ἀξ. ἔχειν ὁ αὐτ. Ὀρ. 9· τὸ τῆς πόλεως ἀξ., τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀντιπροσωπεύοντος τὴν πόλιν, Δημ. 277. 4. 2) [[τιμή]], [[φήμη]], [[μεγάλη]] [[ὑπόληψις]], διακεκριμένος [[χαρακτήρ]], Λατ. dignitas, Εὐρ. Ἱκ. 424, Θουκ. 2. 34, 65, κτλ. [[εἶναι]] ἐν ἀξιώματι ὑπὸ ἀστῶν ὁ αὐτ. 6. 15· τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξ. Δημ. 1384. 3: ― [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμεν., ἀξ. ἔχειν ἀρετῆς, φήμην δι’ ἀρετήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 6. 3) [[τάξις]], [[θέσις]], ἀξιώματος [[ἀφάνεια]] Θουκ. 2. 27· γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Ἰσοκρ. 385Ε: ― ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀξία]], [[ποιότης]], οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ὅ,τι νομίζεται κατάλληλον, [[ἀπόφασις]], [[σκοπός]], δαιμόνων Σοφ. Ο. Κ. 1452, πρβλ. 1459· τὰ τῶν προγόνων ἀξ. Δημ. 298. 4. 2) ἐν τῇ ἐπιστήμῃ, ὅ,τι παραλαμβάνεται ὡς βάσις τῆς ἀποδείξεως, [[ἤτοι]] αὐταπόδεικτός τις [[ἀρχή]], Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 15, Ἀν. Ὕστ. 1. 3, 7, κ. ἀλλ.: ― ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, αὐταπόδεικτον [[θεώρημα]], [[ἀξίωμα]], ὡς καὶ νῦν, [[αὐτόθι]] 1. 10, 4, Μεταφ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ. 3) [[ἀπαίτησις]], [[αἴτησις]], Πλούτ. 2. 633C. | |lstext='''ἀξίωμα''': -ατος, τό, ([[ἀξιόω]]) ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου τις θεωρεῖται [[ἄξιος]], [[τιμή]], γάμων… ἀξίωμ’ ἐδέξατο Εὐρ. Ἴων 62· ἐς ἀξ. βαίνειν [[αὐτόθι]] 605· κοινῆς τραπέζης ἀξ. ἔχειν ὁ αὐτ. Ὀρ. 9· τὸ τῆς πόλεως ἀξ., τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀντιπροσωπεύοντος τὴν πόλιν, Δημ. 277. 4. 2) [[τιμή]], [[φήμη]], [[μεγάλη]] [[ὑπόληψις]], διακεκριμένος [[χαρακτήρ]], Λατ. dignitas, Εὐρ. Ἱκ. 424, Θουκ. 2. 34, 65, κτλ. [[εἶναι]] ἐν ἀξιώματι ὑπὸ ἀστῶν ὁ αὐτ. 6. 15· τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξ. Δημ. 1384. 3: ― [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμεν., ἀξ. ἔχειν ἀρετῆς, φήμην δι’ ἀρετήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 6. 3) [[τάξις]], [[θέσις]], ἀξιώματος [[ἀφάνεια]] Θουκ. 2. 27· γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Ἰσοκρ. 385Ε: ― ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀξία]], [[ποιότης]], οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ὅ,τι νομίζεται κατάλληλον, [[ἀπόφασις]], [[σκοπός]], δαιμόνων Σοφ. Ο. Κ. 1452, πρβλ. 1459· τὰ τῶν προγόνων ἀξ. Δημ. 298. 4. 2) ἐν τῇ ἐπιστήμῃ, ὅ,τι παραλαμβάνεται ὡς βάσις τῆς ἀποδείξεως, [[ἤτοι]] αὐταπόδεικτός τις [[ἀρχή]], Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 15, Ἀν. Ὕστ. 1. 3, 7, κ. ἀλλ.: ― ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, αὐταπόδεικτον [[θεώρημα]], [[ἀξίωμα]], ὡς καὶ νῦν, [[αὐτόθι]] 1. 10, 4, Μεταφ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ. 3) [[ἀπαίτησις]], [[αἴτησις]], Πλούτ. 2. 633C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> prix, valeur, qualité;<br /><b>II.</b> ce dont on a été jugé digne, <i>d’où</i><br /><b>1</b> considération, estime;<br /><b>2</b> marque de considération, honneur;<br /><b>3</b> haut rang, dignité;<br /><b>III.</b> ce qu’on juge convenable, ce qui paraît juste, <i>d’où</i><br /><b>1</b> résolution, volonté;<br /><b>2</b> requête, demande;<br /><b>3</b> proposition.<br />'''Étymologie:''' [[ἀξιόω]]. | |||
}} | }} |