ἀντεκκόπτω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεκκόπτω''': [[ἀντεκκόπτω]] καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι [[παρασχεῖν]] τὸν [[ἑαυτοῦ]] Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15.
|lstext='''ἀντεκκόπτω''': [[ἀντεκκόπτω]] καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι [[παρασχεῖν]] τὸν [[ἑαυτοῦ]] Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15.
}}
{{bailly
|btext=mutiler à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐκκόπτω]].
}}
}}