ἀπιάλλω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπῐάλλω''': μέλλ. -ιαλῶ (Ἡσύχ.), Δωρ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἀποπέμπω]], Θουκ. 5. 77· μεγάλου δ’ ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε (ἐν τμήσει) ἄπεχε, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Α.
|lstext='''ἀπῐάλλω''': μέλλ. -ιαλῶ (Ἡσύχ.), Δωρ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἀποπέμπω]], Θουκ. 5. 77· μεγάλου δ’ ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε (ἐν τμήσει) ἄπεχε, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Α.
}}
{{bailly
|btext=renvoyer.<br />'''Étymologie:''' mot. lac.
}}
}}