3,274,919
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι: ― [[λαμβάνω]] ὡς [[μερίδιον]], [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] διὰ κληρώσεως, ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ [[ἐπιβάλλον]] Ἡρόδ. 4. 115· τὸ [[μέρος]] 114· ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν ὁ αὐτ. 5. 57, πρβλ. 4. 145· [[μόριον]] ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε ὁ αὐτ. 7. 23· ὡς… ταῦτά γ’ ἀπολάχωσ’ οἴκων πατρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 331. 2) [[λαγχάνω]], «ἀπολαχεῖν, ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ λαχεῖν», Ἀντιφῶν ἐν τῷ κατὰ Φιλίνου, κτλ., Ἁρποκρ., ἴδε [[λαγχάνω]] Ι. 2. ΙΙ. [[ἀποτυγχάνω]] ἐν τῇ κληρώσει, Λυσ. 101, 3, Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 6., 2.102Ε: [[καθόλου]], χάνω πᾶν ὅ,τι ἔχω, [[μένω]] ἔρημος πάντων, Εὐρ. Ἴων 609. | |lstext='''ἀπολαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι: ― [[λαμβάνω]] ὡς [[μερίδιον]], [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] διὰ κληρώσεως, ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ [[ἐπιβάλλον]] Ἡρόδ. 4. 115· τὸ [[μέρος]] 114· ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν ὁ αὐτ. 5. 57, πρβλ. 4. 145· [[μόριον]] ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε ὁ αὐτ. 7. 23· ὡς… ταῦτά γ’ ἀπολάχωσ’ οἴκων πατρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 331. 2) [[λαγχάνω]], «ἀπολαχεῖν, ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ λαχεῖν», Ἀντιφῶν ἐν τῷ κατὰ Φιλίνου, κτλ., Ἁρποκρ., ἴδε [[λαγχάνω]] Ι. 2. ΙΙ. [[ἀποτυγχάνω]] ἐν τῇ κληρώσει, Λυσ. 101, 3, Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 6., 2.102Ε: [[καθόλου]], χάνω πᾶν ὅ,τι ἔχω, [[μένω]] ἔρημος πάντων, Εὐρ. Ἴων 609. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἀπολήξομαι]], <i>ao.2</i> [[ἀπέλαχον]];<br /><b>1</b> obtenir par le sort une part de, acc.;<br /><b>2</b> ne pas obtenir du sort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λαγχάνω]]. | |||
}} | }} |