ἀπορούω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπορούω''': [[ἀπολείπω]] τι καὶ [[φεύγω]] δρομαίως, [[Ἰδαῖος]] δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· [[ἀλλήλων]] Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58.
|lstext='''ἀπορούω''': [[ἀπολείπω]] τι καὶ [[φεύγω]] δρομαίως, [[Ἰδαῖος]] δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· [[ἀλλήλων]] Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;<br />s’élancer loin de, s’élancer en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀρούω]].
}}
}}