3,273,446
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορούω''': [[ἀπολείπω]] τι καὶ [[φεύγω]] δρομαίως, [[Ἰδαῖος]] δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· [[ἀλλήλων]] Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58. | |lstext='''ἀπορούω''': [[ἀπολείπω]] τι καὶ [[φεύγω]] δρομαίως, [[Ἰδαῖος]] δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· [[ἀλλήλων]] Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;<br />s’élancer loin de, s’élancer en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀρούω]]. | |||
}} | }} |